Τον Φεβρουάριο του 2019, ο τότε επικεφαλής του τομέα συμμόρφωσης της Binance Holdings Ltd, Σάμιουελ Λιμ, έγραφε σε μήνυμα που έστειλε σε συνάδελφο πως η Χαμάς «μετά βίας μπορεί να αγοράσει ένα AK47 (Καλάσνικοφ) με 600 δολάρια», εξηγώντας ότι τέτοιες οργανώσεις συνήθως στέλνουν «μικροποσά». Πώς γνώριζε αυτές τις πληροφορίες το στέλεχος του μεγαλύτερου κρυπτοανταλλακτηρίου στον πλανήτη σε όρους καθημερινών συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα;

Όπως αποδείχθηκε την περασμένη Τρίτη, όταν η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόστιμα ύψους 4,3 δισ. δολαρίων σε βάρος της εταιρείας και την ομολογία ενοχής του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της, Τσανγκπένγκ Ζάο, για αδυναμία συμμόρφωσης με την αμερικανική νομοθεσία για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, το κρυπτοανταλλακτήριο, λειτουργούσε μεταξύ άλλο και ως μέσο αποστολής χρημάτων προς την Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ στην Παλαιστίνη, αλλά και το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρία και την Αλ Κάιντα.

Και όχι μόνο. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Τρίτης, οι ροές του χρήματος που περνούσαν μέσα από το κρυπτοανταλλακτήριο έρχονταν από τα πιο σκοτεινά σημεία του πλανήτη, ξεπλένοντας και επαναπροωθώντας ποσά από παιδική κακοποίηση και ναρκωτικά και ταυτόχρονα παρακάμπτοντας τις κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος κρατών σαν το Ιράν και τη Ρωσία.

Όπως τόνισε η υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, στην συνέντευξη Τύπου που δόθηκε, «το Binance επέτρεπε σε παράνομους φορείς να συναλάσσονται ελεύθερα, υποστηρίζοντας δραστηριότητες από παιδική σεξουαλική κακοποίηση, μέχρι παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και τρομοκρατία».

Η παραπάνω συνομιλία σχετικά με την Χαμάς προέρχεται από τον φάκελο της προσφυγής της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Συμβάσεων Μελλοντικής Εκπλήρωσης Εμπορευμάτων των ΗΠΑ, μίας από τις υπηρεσίες που κινήθηκαν νομικά κατά του κρυπτοανταλλακτηρίου.

Σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, το Binance απέτυχε να αναφέρει τις ύποπτες συναλλαγές που είχε με οργανώσεις, που είναι ενταγμένες στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων των ΗΠΑ. Με βάση τον συμβιβασμό, στον οποίο κατέληξαν με την εταιρεία (που παραμένει έτσι σε λειτουργία) είναι πως θα αναφέρουν αυτές τις συναλλαγές στο μέλλον και θα αναθεωρήσουν όλες τις δραστηριότητές τους.

Με αυτό τον τρόπο, o Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Μέρικ Γκάρλαντ, εκτιμά πως «θα προχωρήσουν οι έρευνές μας για κακόβουλες δραστηριότητες στον κυβερνοχώρο και την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

Τα δικαστικά έγγραφα που είδαν το φως της δημοσιότητας την Τρίτη στοιχειοθετούν μία συντονισμένη προσπάθεια από πλευράς του κ. Ζάο και άλλων στελεχών του Binance να παρακάμψουν τη νομοθεσία, μεταξύ αυτών και το Νόμο περί τραπεζικού απορρήτου, που επιτάσσει τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιοι εργαζόμενοί τους να γνωρίζουν την πραγματική ταυτότητα των πελατών τους, να αποφεύγουν τις συναλλαγές με εγκληματίες και πρόσωπα εμπλεκόμενα σε κυρώσεις και να γνωστοποιούν στις ελεγκτικές αρχές όλες τις επιχειρήσεις, με τις οποίες συναλλάσσονται, που έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, πελάτες από το Ιράν, την Κούβα και τη Συρία, είχαν πρόσβαση στην πλατφόρμα του Binance.

Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και η πίσω πόρτα του Binance
Το Binance φέρεται ακόμη να προσέφερε τη δυνατότητα σε παράνομους πελάτες του, που όμως τους θεωρούσε σημαίνοντες, την ευκαιρία να επανέλθουν στην πλατφόρμα, ακόμη και αν αρχικά απομακρύνονταν από αυτή εξαιτίας εγκληματικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τα σχετικά έγγραφα, τον Ιούλιο του 2020, εργαζόμενοι στο Binance, αφού αναγνώρισαν έναν συγκεκριμένο χρήστη ως μεταξύ των «μεγαλύτερων συμμετεχόντων σε παράνομη δραστηριότητα», τον απέκλεισαν από την πλατφόρμα, και μετά συζητούσαν πώς να του δώσουν οδηγίες, ώστε να ανοίξει ένα νέο λογαριασμό.

Σε σημείωμά του, ένας από τους υπαλλήλους του τομέα συμμόρφωσης ανέφερε: «Είναι το ξέπλυμα ναρκοχρημάτων πολύ δύσκολο αυτές τις μέρες; Ελάτε στο Binance».

Οι VIP στις ΗΠΑ και οι συνομιλίες «χωρίς ίχνη»
Εκτός από τις παράνομες διεθνείς συναλλαγές, το κρυπτοανταλλακτήριο συναλασσόταν και με εταιρεία με έδρα τις ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας όχι την πλατφόρμα Binance.US, όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά την κεντρική του πλατφόρμα Binance.com. Αυτό συνέβαινε επειδή ο κ. Ζάο θεωρούσε πως είναι καλύτερα η κεντρική πλατφόρμα να χειρίζεται τους μεγάλους πελάτες στις ΗΠΑ. Οι συγκεκριμένοι χαρακτηρίζονταν VIP και τις υποθέσεις τους χειριζόταν ειδικός μάνατζερ, ενώ ο ίδιος ο κ. Ζάο φερόταν να επιδιώκει να κρύβει αυτές τις συναλλαγές «ώστε οι εποπτικές αρχές των ΗΠΑ να μην δημιουργούν προβλήματα». Μάλιστα σε μία συνομιλία, τον Ιούνιο του 2019, ο κ. Ζάο συμβούλευε άλλους υπαλλήλους του Binance να μιλούν στους VIP στις ΗΠΑ μέσω τηλεφωνικών κλήσεων που «δεν αφήνουν ίχνη» των συνομιλιών.

«Όχι κυρώσεις, ζήτω!»
Πάντως δεν είναι το Binance η μοναδική περίπτωση κρυπτοανταλλακτηρίου που επέτρεπε παράνομες δραστηριότητες. Οι ιδρυτές του BitMEX, Άρθουρ Χέις, Μπέντζαμιν Ντίλο και Σάμιουελ Ριντ πέρυσι δήλωσαν ένοχοι για εκούσια αποτυχία εφαρμογής πολιτικών καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Και ο πρώην ερευνητής του Ethereum Foundation, Βίρτζιλ Γκρίφιθ, καταδικάστηκε σε περισσότερο από τέσσερα χρόνια φυλάκιση για τη συμμετοχή του σε ένα συνέδριο κρυπτονομισμάτων και blockchain στη Βόρεια Κορέα. Σε αυτό συζήτησε πώς χρήματα από την χώρα που βρίσκεται στο στόχαστρο αμερικανικών κυρώσεων, μπορούν να μετατραπούν σε κρυπτονομίσματα, ώστε να αποφευχθούν οι κυρώσεις.

Μάλιστα φωτογραφίες τον δείχνουν ντυμένο με βορεοκορεατικού τύπου αμφίεση, να στέκεται μπροστά από έναν πίνακα στον οποίο είχε ζωγραφίσει μία χαμογελαστή φάτσα και δίπλα έγραφε: «Όχι κυρώσεις, ζήτω!».