Αυξήσεις συντάξεων και εισφορών: Νέο μοντέλο, αλλάζει ο τρόπος υπολογισµού - Τι θα πληρώσουν ελεύθεροι επαγγελµατίες και αγρότες
Και αυτό γιατί, για παράδειγµα, φέτος οι εισφορές θα αυξηθούν σε ποσοστό 3,9%, όµως οι µέσοι µισθοί θα έχουν αντίστοιχα αύξηση γύρω στο 6% έως 6,5%
Μεγάλες ανατροπές στις συντάξεις, αλλά και στις εισφορές ελεύθερων επαγγελµατιών και αγροτών, οι αυξήσεις των οποίων θα συνδεθούν µε τις αυξήσεις στους µισθούς σε δηµόσιο και ιδιωτικό τοµέα, δροµολογούνται για το 2025. Πρόκειται για µία µεγάλη αλλαγή, η οποία θα ευνοήσει τους συνταξιούχους που δεν θα λαµβάνουν πλέον αυξήσεις στο ύψος του µέσου πληθωρισµού, αλλά πολύ µεγαλύτερες, καθώς οι συντάξεις θα συνδεθούν µε το παραγωγικό κοµµάτι της οικονοµίας.
Αντίθετα, πρόβληµα αναµένεται να δηµιουργήσει στις παραγωγικές τάξεις (εµπόρους και κλάδους που ανήκουν στα ελευθέρα επαγγέλµατα) η σύνδεση των µισθών µε τις εισφορές, κυρίως των ελεύθερων επαγγελµατιών και όσων διατηρούν ∆ελτία Παροχής Υπηρεσιών.
Και αυτό γιατί, για παράδειγµα, φέτος οι εισφορές θα αυξηθούν σε ποσοστό 3,9%, όµως οι µέσοι µισθοί θα έχουν αντίστοιχα αύξηση γύρω στο 6% έως 6,5%. Πρόκειται στην ουσία για τη νοµοθετική παρέµβαση του 2021 του νόµου Βρούτση, σύµφωνα µε την οποία από το έτος 2025 οι αυξήσεις στις συντάξεις επανασυνδέονται µε τους µισθούς των εν ενεργεία και θα λαµβάνονται υπόψη για την ανταποδοτική σύνταξη. Η αλλαγή συνίσταται στο γεγονός ότι βάσει νόµου η τιµαριθµοποίηση των µισθών από το 2002 και µετά δεν θα γίνεται µε τον ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή, που είναι η µέθοδος που θα ισχύει έως και το 2024, αλλά θα λαµβάνεται υπόψη ο ∆είκτης Μεταβολής Μισθών για το σύνολο της οικονοµίας. Ο δείκτης αυτός θα δείχνει πόση ήταν η αύξηση του µέσου µισθού για το σύνολο της οικονοµίας κάθε χρόνο από το 2002 και µετά και κατά την ετήσια µεταβολή του ∆είκτη Μισθών θα αναπροσαρµόζονται οι συντάξιµες αποδοχές των ασφαλισµένων που θα αποχωρούν από 1ης.1.2025 και µετά.
Για τον υπολογισµό του ανταποδοτικού µέρους της σύνταξης λαµβάνεται υπόψη ο µέσος όρος των µηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση µε βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου ή λειτουργού του ∆ηµοσίου ή του στρατιωτικού. Για συντάξεις µε έναρξη καταβολής από την 1η.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγµατικός, πλασµατικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιµος) τουλάχιστον 10 ετών από την 1η.1.2002 µέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου ή λειτουργού του ∆ηµοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισµό των συντάξιµων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγµατικός, πλασµατικός, χρόνος προαιρετικός ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιµος) και κατά το πριν από την 1η.1.2002 χρονικό διάστηµα και µέχρι τη συµπλήρωση έως 10 ετών ασφάλισης. Ουσιαστικά η προσαύξηση των συντάξιµων αποδοχών για το διάστηµα από το 2025 και εφεξής διενεργείται µε βάση τον δείκτη µεταβολής µισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Πέρσι, οι εισφορές είχαν υποστεί αύξηση 9,6% λόγω πολύ υψηλότερου πληθωρισµού το 2022. Από την 1η Ιανουαρίου 2025 οι ασφαλιστικές εισφορές θα διαµορφωθούν µε βάση τον ∆είκτη Μεταβολής Μισθών του 2024. Σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία του ΕΦΚΑ, για φέτος έχουν επιλέξει την πρώτη ασφαλιστική κατηγορία 1.035.519 µη µισθωτοί ασφαλισµένοι. Ο αριθµός αυτός αντιστοιχεί σχεδόν στο 80% του συνόλου. Υπάρχουν άλλοι 131.811 που επίσης επέλεξαν την αντίστοιχη ειδική κατηγορία ασφάλισης, ως νέοι ελεύθεροι επαγγελµατίες και αυτοαπασχολούµενοι, έχοντας λιγότερα από πέντε έτη εργασιακής εµπειρίας. Η επιβάρυνση για όσους µη µισθωτούς ασφαλισµένους έχουν υποχρέωση να ασφαλίζονται για κύρια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ, θα είναι από την αρχή της ερχόµενης χρονιάς στα 13 ευρώ τον µήνα και συνολικά 156 ευρώ τον χρόνο. Οσοι ασφαλισµένοι δεν υποβάλουν νέα αίτηση µέχρι τις 31.1.2024, παραµένουν στην ασφαλιστική κατηγορία στην οποία υπάγονταν την προηγούµενη χρονιά.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Αντίθετα, πρόβληµα αναµένεται να δηµιουργήσει στις παραγωγικές τάξεις (εµπόρους και κλάδους που ανήκουν στα ελευθέρα επαγγέλµατα) η σύνδεση των µισθών µε τις εισφορές, κυρίως των ελεύθερων επαγγελµατιών και όσων διατηρούν ∆ελτία Παροχής Υπηρεσιών.
Και αυτό γιατί, για παράδειγµα, φέτος οι εισφορές θα αυξηθούν σε ποσοστό 3,9%, όµως οι µέσοι µισθοί θα έχουν αντίστοιχα αύξηση γύρω στο 6% έως 6,5%. Πρόκειται στην ουσία για τη νοµοθετική παρέµβαση του 2021 του νόµου Βρούτση, σύµφωνα µε την οποία από το έτος 2025 οι αυξήσεις στις συντάξεις επανασυνδέονται µε τους µισθούς των εν ενεργεία και θα λαµβάνονται υπόψη για την ανταποδοτική σύνταξη. Η αλλαγή συνίσταται στο γεγονός ότι βάσει νόµου η τιµαριθµοποίηση των µισθών από το 2002 και µετά δεν θα γίνεται µε τον ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή, που είναι η µέθοδος που θα ισχύει έως και το 2024, αλλά θα λαµβάνεται υπόψη ο ∆είκτης Μεταβολής Μισθών για το σύνολο της οικονοµίας. Ο δείκτης αυτός θα δείχνει πόση ήταν η αύξηση του µέσου µισθού για το σύνολο της οικονοµίας κάθε χρόνο από το 2002 και µετά και κατά την ετήσια µεταβολή του ∆είκτη Μισθών θα αναπροσαρµόζονται οι συντάξιµες αποδοχές των ασφαλισµένων που θα αποχωρούν από 1ης.1.2025 και µετά.
∆ιπλό όφελος
Η αλλαγή από το 2025 θα ωφελήσει µε υψηλότερη ανταποδοτική σύνταξη τους νέους συνταξιούχους, όπως προβλέπει η διάταξη που περιλαµβάνεται στο άρθρο 24 του νόµου 4670/2020. Σύµφωνα µε τον νόµο, οι υπάλληλοι και λειτουργοί του ∆ηµοσίου, καθώς και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι θεµελιώνουν δικαίωµα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώµατος, ανικανότητας ή κατά µεταβίβαση, σύµφωνα µε τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό µέρος σύνταξης, που προκύπτει µε βάση τις συντάξιµες αποδοχές, τον χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης.Για τον υπολογισµό του ανταποδοτικού µέρους της σύνταξης λαµβάνεται υπόψη ο µέσος όρος των µηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση µε βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου ή λειτουργού του ∆ηµοσίου ή του στρατιωτικού. Για συντάξεις µε έναρξη καταβολής από την 1η.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγµατικός, πλασµατικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιµος) τουλάχιστον 10 ετών από την 1η.1.2002 µέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου ή λειτουργού του ∆ηµοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισµό των συντάξιµων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγµατικός, πλασµατικός, χρόνος προαιρετικός ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιµος) και κατά το πριν από την 1η.1.2002 χρονικό διάστηµα και µέχρι τη συµπλήρωση έως 10 ετών ασφάλισης. Ουσιαστικά η προσαύξηση των συντάξιµων αποδοχών για το διάστηµα από το 2025 και εφεξής διενεργείται µε βάση τον δείκτη µεταβολής µισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Πώς µεταβάλλονται
Την ερχόµενη Παρασκευή αναµένεται να ανακοινωθεί από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. το τελικό ποσοστό πληθωρισµού για το έτος που θα συµπαρασύρει τις αυξήσεις στις εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελµατίες και αγρότες, που φαίνεται να «κλειδώνει» στο 3,9%. Η επικείµενη αύξηση θα αφορά όλες τις κλίµακες όλων των εισφορών των µη µισθωτών, δηλαδή της κύριας ασφάλισης, της υγειονοµικής περίθαλψης, του επικουρικού και του εφάπαξ. Με δεδοµένο ότι το 90% των µη µισθωτών επιλέγει την 1η ασφαλιστική κατηγορία, πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι από 230 ευρώ που είναι σήµερα, από 1ης.1.2024 λόγω πληθωρισµού 3,9% θα αυξηθούν οι εισφορές στα 240 ευρώ.Πέρσι, οι εισφορές είχαν υποστεί αύξηση 9,6% λόγω πολύ υψηλότερου πληθωρισµού το 2022. Από την 1η Ιανουαρίου 2025 οι ασφαλιστικές εισφορές θα διαµορφωθούν µε βάση τον ∆είκτη Μεταβολής Μισθών του 2024. Σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία του ΕΦΚΑ, για φέτος έχουν επιλέξει την πρώτη ασφαλιστική κατηγορία 1.035.519 µη µισθωτοί ασφαλισµένοι. Ο αριθµός αυτός αντιστοιχεί σχεδόν στο 80% του συνόλου. Υπάρχουν άλλοι 131.811 που επίσης επέλεξαν την αντίστοιχη ειδική κατηγορία ασφάλισης, ως νέοι ελεύθεροι επαγγελµατίες και αυτοαπασχολούµενοι, έχοντας λιγότερα από πέντε έτη εργασιακής εµπειρίας. Η επιβάρυνση για όσους µη µισθωτούς ασφαλισµένους έχουν υποχρέωση να ασφαλίζονται για κύρια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ, θα είναι από την αρχή της ερχόµενης χρονιάς στα 13 ευρώ τον µήνα και συνολικά 156 ευρώ τον χρόνο. Οσοι ασφαλισµένοι δεν υποβάλουν νέα αίτηση µέχρι τις 31.1.2024, παραµένουν στην ασφαλιστική κατηγορία στην οποία υπάγονταν την προηγούµενη χρονιά.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής