Έντεκα «ραντεβού» με τους οίκους αξιολόγησης έχει η ελληνική οικονομία μέσα στο 2024, που θα κρίνουν το στοίχημα κατά πόσον η χώρα θα μπορέσει να κάνει το επόμενο βήμα στην επενδυτική βαθμίδα, ανεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι πάνω από την κατηγορία ΒΒΒ- (ομόλογα με επαρκή πιστοληπτική ικανότητα) όπου βρίσκεται σήμερα. Στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας δίνουν μεγάλη προτεραιότητα σε αυτόν τον στόχο, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα έχει όλα τα εχέγγυα να προχωρήσει μπροστά και να πετύχει μια καλύτερη βαθμολογία από τους πέντε οίκους αξιολόγησης που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, τα «κλειδιά» για τη νέα αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου είναι η ταχύτητα της ανάπτυξης -έτσι κι αλλιώς η χώρα έχει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς στην ευρωζώνη, 2,4% για το 2023-, οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα, που, παρά την ενεργειακή κρίση, επιτυγχάνονται με το παραπάνω, και η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, η οποία το 2023 ήταν ραγδαία, στο 160,3% του ΑΕΠ, και θα συνεχιστεί με την ίδια ένταση το 2024, λόγω της ισχυρής αύξησης που σημειώνει το ΑΕΠ σε απόλυτα μεγέθη.

Αποπληρωμή του χρέους έως και το 2032

Ακόμα ένα «συν» για τους οίκους είναι ότι η Ελλάδα έχει διασφαλίσει την αποπληρωμή του χρέους έως και το 2032, εξοφλώντας νωρίτερα τα δάνεια που πήρε μέσω Μνημονίων, με αποτέλεσμα να έχει τη δυνατότητα να δανείζεται φθηνά από τις αγορές, έχοντας ως ασπίδα το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων, η στάθμη του οποίου βρίσκεται πάνω από τα 37 δισ. ευρώ.

Την ίδια στιγμή, οι δανειακές ανάγκες για το 2024 είναι πολύ χαμηλές, καθώς με το πιο επιθετικό σενάριο δεν ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ, ενώ στα σχέδια του ΟΔΔΗΧ περιλαμβάνονται ακόμα η μείωση της εξάρτησης από τα έντοκα γραμμάτια κατά 2 δισ. ευρώ, στα 12 δισ. ευρώ συνολικά, και η πρόωρη αποπληρωμή δόσεων από τα δάνεια του πρώτου Μνημονίου. Οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες ανέρχονται σε 5,4 δισ. ευρώ και οι πληρωμές τόκων σε 4,85 δισ. ευρώ.

Το πρώτο στίγμα

Τα ραντεβού με τους οίκους αξιολόγησης ξεκινούν με τη Scope, η οποία στις 26 Ιανουαρίου θα δώσει το πρώτο στίγμα για την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, τις δημοσιονομικές προοπτικές και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ενώ θα ακολουθήσουν άλλες δύο αξιολογήσεις από τον ίδιο οίκο, στις 12 Ιουλίου και τις 6 Δεκεμβρίου. Σειρά θα πάρει στις 8 Μαρτίου ο καναδικός οίκος DBRS, που έχει τοποθετήσει την Ελλάδα στην κατηγορία BBΒ και το πιο πιθανό σενάριο είναι να αλλάξει τις προοπτικές από σταθερές σε θετικές. Αν δεν το κάνει την άνοιξη, το επόμενο παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα θα είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές, μετά το καλοκαίρι, στις 6 Σεπτεμβρίου, οπότε είναι προγραμματισμένη η δεύτερη αξιολόγησή της.

Στις 15 Μαρτίου η αξιολόγηση της Moody’s 

Το μεγάλο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της Moody’s στις 15 Μαρτίου, με το ερώτημα που τίθεται να είναι αν θα «λύσει τη σιωπή» της και θα προχωρήσει σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, καθώς είναι ο μόνος οίκος που εξακολουθεί να τη διατηρεί ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, στην κατηγορία Ba1. Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο μήνα η Moody’s έδωσε δύο βαθμίδες στην Ελλάδα, οπότε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας κρατούν μικρό καλάθι, χωρίς να απορρίπτουν το σενάριο της έκπληξης. Ωστόσο, τα φώτα πέφτουν στην επόμενη αξιολόγηση, στις 13 Σεπτεμβρίου.

Για τις 19 Απριλίου είναι προγραμματισμένη η νέα «ετυμηγορία» από την S&P και στις 18 Οκτωβρίου η δεύτερη, με την κυβέρνηση να ποντάρει σοβαρά στα δύο ραντεβού για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας πάνω από την κατηγορία ΒΒΒ- όπου βρίσκεται σήμερα.

Ο «χορός» των αξιολογήσεων θα κλείσει με τη Fitch, που θα ανακοινώσει τις δικές της αποφάσεις στις 31 Μαΐου και στις 22 Νοεμβρίου, αντίστοιχα. Υπενθυμίζεται ότι την 1η Δεκεμβρίου του 2023 ο οίκος κατέταξε τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές και δεν αποκλείεται φέτος να υπάρξει νέα ανοδική κίνηση, που θα ανοίξει νέες προοπτικές για τη χώρα λόγω της μεγαλύτερης βαρύτητας που έχει η βαθμολογία της για τις αγορές και τους επενδυτές.

*Δημοσιεύθηκε στο «MoneyPro» της εφημερίδας «Παραπολιτικά»