Τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε βάθος χρόνου επιβεβαιώνει το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία. Επισημαίνει ότι οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία έχουν μετριαστεί παρά το περιβάλλον των γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή, των υψηλών επιτοκίων, καθώς και του εξαιρετικά υψηλού λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Προβλέπει ότι και το 2024 η ανάπτυξη θα υπερβεί το 2%, ενώ για τα επόμενα χρόνια υπογραμμίζει τη σημασία υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το ελληνικό πρόγραμμα για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Οδηγοί της ανάπτυξης, εκτός από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία θα παραμείνει υψηλή λόγω και της σταδιακής αύξησης των εισοδημάτων, θα είναι οι εξαγωγές, οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και οι άμεσες ξένες επενδύσεις. Ως αποτέλεσμα των δύο τελευταίων, οι επενδύσεις αναμένεται να φτάσουν το 17% του ΑΕΠ το 2028.

Πρωτεγενή πλεονάσματα άνω του 2% 

Η κυβέρνηση θα επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό άνω του 2% του ΑΕΠ, αρχής γενομένης από φέτος. Στην κατεύθυνση αυτή θεωρείται ότι ευεργετικά λειτουργούν οι προσπάθειες σύλληψης της φοροδιαφυγής των ελεύθερων επαγγελματιών με το νέο τρόπο φορολόγησης, την υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών και την εντατικοποίηση των ελέγχων.

Η επίτευξη πλεονασμάτων άνω του 2% θα ενισχύσει την καθοδική πορεία του χρέους, που από 167,4% του ΑΕΠ το 2023 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 142,8% το 2028. Σε σχέση με το ιδιωτικό χρέος, η έκθεση του ΔΝΤ σημειώνει ότι η μείωση των «κόκκινων» δανείων έχει επιβραδυνθεί, όμως εκτιμά ότι θα ανακάμψει με την εκ νέου ενεργοποίηση του «Ηρακλή». Ζητά προληπτικές δράσεις απέναντι στο ενδεχόμενο αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων. Για παράδειγμα, συστήνει στις τράπεζες να εκμεταλλευτούν τα κέρδη που τους αποφέρουν τα υψηλά επιτόκια ενισχύοντας τα αποθεματικά τους.

Η έκθεση προτείνει η δημοσιονομική πολιτική να δώσει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις (πρωτίστως τις «πράσινες»), στην υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση.

Προκειμένου «η δημοσιονομική εξυγίανση να υποστηρίξει τη χωρίς αποκλεισμούς και πράσινη ανάπτυξη» προτείνονται:

►η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης
►η αντιμετώπιση φραγμών εισόδου σε αγορές, για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός
►η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ειδικά του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού
►η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος.


dnt_1

Οι «μακρο-χρηματοοικονομικές» προκλήσεις

Οι αναλυτές του ΔΝΤ αναφέρονται σε «μακρο-χρηματοοικονομικές» προκλήσεις, που πηγάζουν από τα υψηλά επιτόκια, τον επίμονο πληθωρισμό και την άνοδο των τιμών στα ακίνητα. Μάλιστα, σύμφωνα με δικούς τους υπολογισμούς, τα ακίνητα είναι υπερτιμημένα κατά 8%, ενώ υπενθυμίζουν και υπολογισμούς του ΟΟΣΑ που εκτιμούν την υπερτίμηση μεταξύ 6% και 29%. Πρόσφατα, η ΕΚΤ προειδοποιούσε επίσης για το κόστος στέγασης, επισημαίνοντας ότι υπερβαίνει το ένα τρίτο του εισοδήματος των νοικοκυριών. Μεσοπρόθεσμα, οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ εντοπίζουν ως «αγκάθια» το χαμηλό επίπεδο αποταμιεύσεων και τους αυξανόμενους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή.

Υπογραμμίζουν την ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης), με στροφή προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Για να διευκολυνθεί η μετάβαση προτείνεται περαιτέρω εξορθολογισμός του πλαισίου αδειοδότησης νέων επενδύσεων και αναβάθμιση του δικτύου ενέργειας, ώστε να ενσωματωθούν καλύτερα οι ΑΠΕ. Τέλος η κυβέρνηση καλείται να εξετάσει «το ενδεχόμενο αύξησης της τιμολόγησης του άνθρακα (συμπεριλαμβανομένων των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των τελών) σε τομείς όπως οι μεταφορές, για να δοθούν περαιτέρω κίνητρα για την ταχεία και αποτελεσματική πράσινη μετάβαση, καθώς η τιμή της ενέργειας συνεχίζει να ομαλοποιείται».

Ειδική μελέτη για την παραοικονομία

Η έκθεση περιλαμβάνει και ειδική μελέτη για την παραοικονομία. Εκτιμά ότι αφού αυτή προσέγγισε το ένα τρίτο του ΑΕΠ στις αρχές της δημοσιονομικής κρίσης, την τελευταία δεκαετία μειώνεται σταθερά, με μικρή παρένθεση τα χρόνια της πανδημίας. Διαφοροποιήσεις καταγράφονται σε γεωγραφική βάση, με τη μικρότερη προσαρμογή να εντοπίζεται στη Δυτική Μακεδονία (5% του ΑΕΠ), ελαφρώς υψηλότερη στη Δυτική Ελλάδα (10%), άνω του 15% σε Αττική και νησιά του Ιονίου και 18% στην Κρήτη.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»