Μπροστά σε προκλήσεις είναι η ελληνική αγορά κρασιού, που πλήττεται από συσσωρευμένα προβλήματα, ορισμένα κοινά με αυτά στην παγκόσμια αγορά λόγω της μείωσης της παραγωγής, των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, της αύξησης του κόστους, της διαταραχής στην εφοδιαστική αλυσίδα αλλά και των νέων καταναλωτικών τάσεων μετά την πανδημία.

Η βιομηχανία οινοπαραγωγής έχει αυξήσει τις τιμές πώλησης των προϊόντων για να διαχειριστεί τα αυξημένα κόστη ενώ η κατανάλωση τείνει να επιστρέψει σε προ πανδημίας επίπεδα, με ορισμένες παραγωγικές χώρες να βασίζουν σημαντικό μέρος των εσόδων τους σε εξαγωγές και τουρισμό. Ειδικά στην Ελλάδα η μεγαλύτερη κατανάλωση, πάνω από 60%, γίνεται στη ho.re.ca., με τις πωλήσεις όμως να αναπτύσσονται με θετικούς ρυθμούς και στα σούπερ μάρκετ. Το 2023 στοιχεία της Circana αναφέρουν ότι συνολικά στα αλκοολούχα ποτά καταγράφηκε αύξηση τζίρου 8,2% ενώ με όρους όγκου οι πωλήσεις της κατηγορίας κατέγραψαν αύξηση 4,8%. Επίσης, οι ανατιμήσεις ανά μονάδα προϊόντος είναι οι χαμηλότερες στο καλάθι των ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων, της τάξης του 3,2% πέρυσι. Είναι δε ενδεικτικό ότι αλυσίδες με ισχυρά μερίδια στην κατηγορία κρασιών και αλκοολούχων ποτών, όπως ο ΑΒ, συνεχίζουν να επενδύσουν ενώ έμφαση στην κάβα δίνει και ο Μασούτης, ο Σκλαβενίτης και άλλες αλυσίδες.

Παρόλα αυτά, η μείωση της εγχώριας παραγωγής, σε συνδυασμό με τις τάσεις εγκατάλειψης των αμπελώνων (30% συρρίκνωση από το 1990) αναδύει προβληματισμούς για την επάρκεια στην αγορά και την εξέλιξη εξαγωγών και εισαγωγών.

Το εξωτερικό εμπόριο κρασιού
Σημειώνεται ότι αύξηση καταγράφει και η μέση τιμή μονάδος, ανά εξαγόμενο κιλό οίνου συντηρώντας την ανοδική πορεία των εξαγωγών. Το 2023 παρουσιάζει αύξηση κατά 5,8% ενώ η αύξηση τιμής στην 5ετία ανέρχεται σε 15,49% (4,89 ευρώ/kg). Πέρυσι οι ελληνικές εξαγωγές οίνου εμφάνισαν μικρή αύξηση, της τάξης του 0,73% σε αξία αλλά μείωση της τάξης του 3,4% σε ποσότητα (28.853 tn). Ας ληφθεί επίσης υπόψη ότι το 2022 οι εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά κατά 16,75% έναντι του 2021, εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας στα αντίστοιχα μεγέθη του 2020 και του 2021.

Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι εισαγωγές. Το 2023 καταγράφεται αύξηση αξίας κατά 10,25%. Αφορούν κυρίως ενδοκοινοτικές αποκτήσεις, δηλαδή από χώρες της ΕΕ.

Οι ποσότητες αυξήθηκαν ελαφρά κατά 3,14% (17.867 tn) και η μέση τιμή αγοράς οίνων από χώρες της ΕΕ ανά kg, αυξήθηκε κατά 7,44% (4,09 ευρώ/kg). Ας σημειωθεί ότι οι ενδοκοινοτικές αποκτήσεις και οι εισαγωγές από το 2010 αυξάνουν αδιάλειπτα ανά έτος και συγκρινόμενες με το 2023 παρουσιάζουν αύξηση κατά 218,83%, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ).

Εγκατάλειψη αμπελώνων και πτώση παραγωγής κρασιού
Το πλέον ανησυχητικό πάντως είναι η τάση εγκατάλειψης εκτάσεων, εξαιτίας της οικονομικά ασύμφορης καλλιέργειας και η συνεχιζόμενη μείωση της οινοπαραγωγής που έφτασε το 35,14% (2023/2024) αναδεικνύοντας θέματα επάρκειας στην αγορά αλλά και υποβάθμισης της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή κατάταξη με βάση τον όγκο παραγωγής. Συνολικά στην Ευρώπη καταγράφεται μείωση παραγωγής, με την Ιταλία και την Ισπανία να γράφουν αρνητικά ρεκόρ λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών αλλά η Ελλάδα είναι από τις χώρες με την μεγαλύτερη αρνητική δυναμική, τόσο σε ετήσια βάση όσο και στην πενταετία, σύμφωνα με στοιχεία του OIV (International Organisation of vine and wine).

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που επεξεργάστηκε η ΚΕΟΣΟΕ ο όγκος της παραγωγής οίνου την αμπελοοινική περίοδο 2023/2024 ανήλθε σε 1.379.433 hl. Η οριστική και βασισμένη στις Δηλώσεις Παραγωγής των οινοποιείων και των μεταποιητών παραγωγή οίνου, εμφανίζεται μειωμένη κατά 35,14% το 2023/2024 σε σύγκριση με την παραγωγή 2022/2023 (2.126.844 hl), ενώ η πρόβλεψη οινοπαραγωγής που κατατέθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2023 (1.598.344 hl), εμφάνιζε και αυτή ιδιαίτερα σημαντική πτώση, της τάξης του 24,8%. Μειωμένη επίσης κατά 40,2% εμφανίζεται η ελληνική οινοπαραγωγή σε σύγκριση με το μέσο όρο της προηγούμενης 5ετίας.

Η κατακόρυφη πτώση της οινοπαραγωγής, οφείλεται κυρίως στα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις ζημιές που προκάλεσαν στις καλλιέργειες. Παράγοντες της αγοράς ζητούν από την κυβέρνηση μέτρα κυρίως για να ενισχυθούν οι αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις της χώρας και για να ανασταλούν οι ραγδαίοι ρυθμοί εγκατάλειψης όπως η αντιμετώπιση της παραοικονομίας, των παράτυπων εισαγωγών και ελληνοποιήσεων, της αισχροκέρδειας που υποδηλώνει η διαφορά τιμών σταφυλικής παραγωγής και τιμών καταναλωτή σε χώρους εστίασης κ.α..

Οι προκλήσεις στην παγκόσμια αγορά κρασιού
Αν και η αγορά έχει επιδείξει ανθεκτικότητα στην κρίση, όπως και τα άλλα είδη τροφίμων, με ευκαιρίες να αναδεικνύονται σε τομείς όπως τα premium, τα κόκκινα και τα εναλλακτικά κρασιά, είναι σε εξέλιξη τάσεις αναδιάρθρωσης ενώ μεγάλες αγορές κρασιού όπως οι ευρωπαϊκές Γαλλίας και Ιταλίας αλλά και η αγορά των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και άλλων χωρών αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Σημειώνεται ότι η αγορά είναι συγκεντρωμένη σε αυτές τις χώρες, που ελέγχουν τη μερίδα του λέοντος στην παγκόσμια παραγωγή.

Η Γαλλία, που βασίζει στο κρασί και τα οινοπνευματώδη ποτά σημαντικό μερίδιο των εσόδων της από εξαγωγές, αντιμετώπισε μείωση το 2023 λόγω του πληθωρισμού. Σε μια συγκυρία πτώσης της εσωτερικής κατανάλωσης έχει αναδειχθεί ο κρίσιμος ρόλος των ξένων καταναλωτών για την βιωσιμότητα περιοχών όπως το Μπορντό, την γαλλική πρωτεύουσα του κρασιού. Επίσης, στις ΗΠΑ αναζητούν τρόπους τόνωσης της ζήτησης και μοντέλο επόμενης ημέρας σε παραδοσιακές οικογενειακές επιχειρήσεις μέσω εξαγορών. Είναι ακόμη ενδεικτικό ότι στην Αυστραλία καταστρέφονται καλλιέργειες λόγω της πτώσης της κατανάλωσης που συμπιέζει τη ζήτηση. Η Κίνα, ο μεγαλύτερος πελάτης της, δεν απορροφά τις ίδιες ποσότητες μετά την πανδημία, συμπεριφορά που επηρεάζει την παγκόσμια αγορά. Δασμολογικό καθεστώς, νομικά θέματα, συσσώρευση αποθεμάτων και επιβράδυνση της οικονομίας παίζουν ρόλο ενώ η πανδημία αποτέλεσε καταλύτη.