Τράπεζες: Το πόσο, πότε και γιατί των μερισμάτων
Tην τελική έγκριση του Επόπτη των τραπεζών όσον αφορά την επιβράβευση των μετόχων, μέσω διανομής μερίσματος, προσπαθεί να προεξοφλήσει και να αποκωδικοποιήσει η αγορά, ερμηνεύοντας το κλίμα στη Φρανκφούρτη.
Ο SSM, το αρμόδιο εποπτικό όργανο της ΕΚΤ, φαίνεται να έχει επί της αρχής μια ουδέτερη προς θετική στάση, υπό την έννοια ότι δεν έχει λόγο να μη δώσει το «πράσινο φως» αν τηρηθούν οι παράμετροι που έχει εδώ και καιρό θέσει στα υπ’ όψιν των διοικήσεων των συστημικών τραπεζών. «Δεν έχει πει ναι, δεν έχει πει και όχι», ούτε επισήμως ούτε ανεπισήμως, όπως μεταφέρουν στο powergame.gr πηγές με γνώση της διαδικασίας, διευκρινίζοντας ότι προς το παρόν η απάντηση του Επόπτη είναι «ουδέν σχόλιον».
Το σίγουρο είναι ότι, όσον αφορά την επιστροφή του ελληνικού τραπεζικού τομέα στην περίοδο του 2008, όταν σταμάτησε λόγω οικονομικής κρίσης η διανομή μερίσματος, δεν αρκεί μόνο η κερδοφορία και η παρουσία υψηλής ρευστότητας στις τράπεζες.
Αυτό σημαίνει ότι για να δοθεί η έγκριση, θα πρέπει να τηρηθούν τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις, πέραν του υπερβάλλοντος κεφαλαίου, που ήδη διαθέτουν οι τράπεζες της χώρας:
η εμφανής διάθεση μείωσης του αναβαλλόμενου φόρου (DTC),
η παρουσία ισχυρών κεφαλαιακών αποθεμάτων (τα λεγόμενα μαξιλάρια «buffets», που οι τράπεζες χτίζουν με εκδόσεις ομολόγων και πωλήσεις assets).
Ο λόγος που ο Επόπτης εμμένει στη μείωση του αναβαλλόμενου φόρου (DTC) είναι διότι αυτά τα ποσά που ναι μεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών και ταξινομούνται ως κεφάλαια δεν αντιστοιχούν στην υψηλή ποιότητα που απαιτείται για εποπτικούς σκοπούς.
Δεν είναι δηλαδή «ικανά» να σηκώσουν το βάρος μιας κρίσης και των ζημιών που επιφέρει. Είναι στην ουσία απαίτηση, καθώς αφορούν φορολογία επί κερδών τους, οφειλόμενη στο Ελληνικό Δημόσιο, που μέσω μιας συμφωνίας μπορεί να αποδοθεί τμηματικά μέσα σε μια εικοσαετία (απόρροια συνεπειών ανακεφαλαιποίησης, κρίσης , κουρέματος κ.λπ).
Η Τράπεζα της Ελλάδος και φυσικά η Φρανκφούρτη κρούουν με κάθε ευκαιρία τον κώδωνα του κινδύνου για τα υψηλά ακόμη ποσοστά αναβαλλόμενης φορολογίας (οριακά χαμηλότερα του 60%), με τις τράπεζες να ισχυρίζονται ότι σταδιακά θα αρχίσουν να επιστρέφουν κεφάλαια DTC, καλύπτοντας τα εποπτικά τους κεφάλαια με πραγματικά κέρδη. Προς το παρόν, με δύο στη σειρά κερδοφόρες χρήσεις, η προτεραιότητα του τραπεζικού τομέα είναι να επιστρέψει αξία στον μέτοχο που στήριξε επί 15 έτη και χωρίς καμία επιβράβευση την πορεία επιστροφής στην κανονικότητα.
Με το ΤΧΣ πλέον εκτός της μετοχικής τους βάσης (σύντομα εξ ολοκλήρου), με κέρδη της τάξεως των 4,5 δισ. ευρώ, με αδιαμφισβήτητα υπερβάλλον κεφάλαιο, το αίτημά τους για μέρισμα αναμένεται να υποβληθεί επισήμως έως τις αρχές καλοκαιριού, με την παράλληλη εισήγηση στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις, απ’ όπου θα πρέπει να πάρουν τη σύμφωνη γνώμη.
Για τις ελληνικές τράπεζες η έγκριση του Επόπτη είναι μείζονος σημασίας, γιατί έχει ιδιαίτερα συμβολικό χαρακτήρα, λόγω όσων ήδη προαναφέρθηκαν. Εξ ου και δεν θα διστάσουν να χαμηλώσουν τις προσδοκίες τους για τα ποσοστά διανομής. Άλλωστε, είναι διαφορετική η εικόνα σε κάθε τραπεζικό όμιλο και διαφορετική η πορεία του προς την εξυγίανση και την κεφαλαιακή επάρκεια. Εξ ου και τα προς διανομή ποσοστά κυμαίνονται από 10 έως 25%.
Αν και είναι ακόμη ανοιχτό το αν θα αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις προτάσεις προς τις γενικές συνελεύσεις, τα ΔΣ των τραπεζών ετοιμάζουν ήδη το περίγραμμα του προτεινόμενου μερίσματος. «Ακόμα και ελάχιστα cents είναι κάτι», επισημαίνει σχετικά τραπεζικός παράγοντας.
Η αλήθεια είναι ότι ο μέσος όρος διανομής μερισμάτων στις ευρωπαϊκές τράπεζες είναι στο 50%, ποσοστό που ούτε κατά διάνοια δεν σκέφτονται οι δικές μας τράπεζες, για τη χρήση 2023, η οποία είναι και το ζητούμενο για την επάνοδο σε καθεστώς μερισματικής πολιτικής. Από το 2025 και μετά οι Έλληνες τραπεζίτες εκτιμούν ότι θα μπουν στη ζώνη διανομής του 50% των κερδών τους, αλλά τώρα αυτό που προέχει είναι αν οι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών θα λάβουν τελικά έστω και σε μικρό ποσοστό ένα μικρό μέρισμα για το 2023. Ο χρησμός θα έχει δοθεί πιθανότατα στο επόμενο τρίμηνο.