Σχέδιο για την αύξηση των εφάπαξ βοηθημάτων τόσο για τους δημοσίους υπαλλήλους που καταβάλλει το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων, όσο και των υπολοίπων Ταμείων επεξεργάζεται η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας, προκειμένου να βάλουν φρένο στις συνεχείς μειώσεις που προκαλεί ο τρόπος υπολογισμού του νόμου Κατρούγκαλου (ν.4387/16).

Στο τραπέζι, έχει πέσει πρόταση για αλλαγή του τρόπου υπολογισμού, καθώς πρόκειται για αμιγώς εισφορές εργαζομένων, που δεν επηρεάζουν τον προϋπολογισμό και ως εκ τούτου, δεν δημιουργούν κάποιο δημοσιονομικό θέμα. Και αυτό γιατί το εφάπαξ μειώνεται χρόνο με το χρόνο σε όλα τα Ταμεία, καθώς με τις αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των ποσών που δικαιούνται όσοι βγαίνουν στη σύνταξη από το 2014 και μετά, ένα μέρος του εφάπαξ έχει μετατραπεί σε άτοκη επιστροφή εισφορών.

Υπάρχουν, ωστόσο, φορείς Πρόνοιας που καταβάλλουν πολύ υψηλά εφάπαξ σε σχέση με τα υπόλοιπα Ταμεία, όμως και αυτά τα ποσά είναι μικρότερα σε σχέση με το παρελθόν και κυρίως πριν εφαρμοστεί ο νέος τρόπος υπολογισμού.

Τα μεγαλύτερα ποσά καταβάλλονται από Ταμεία του ιδιωτικού τομέα και από Ταμεία ΔΕΚΟ.  Στις πληρωμές του πρώτου διμήνου του 2024, ο τομέας Πρόνοιας Λιμενεργατών κατέβαλε εφάπαξ πάνω από 120.000 ευρώ, το υψηλότερο ποσό από όλα τα ταμεία. Στα Ταμεία των ΔΕΚΟ και των τραπεζών που λειτουργούν εντός του ΕΦΚΑ, τα εφάπαξ κυμαίνονται μεταξύ 30.000 ευρώ και 58.000 ευρώ.

Αντίθετα, το μέσο εφάπαξ για το Δημόσιο διαμορφώνεται στις 22.390 ευρώ, ενώ το μέσο εφάπαξ που πληρώθηκαν το 2023 συνολικά 30.821 συνταξιούχοι του Δημοσίου ήταν στις 24.417 ευρώ. Η αλλαγή του υπολογισμού πλήττει κυρίως τους δημοσίους υπαλλήλους, και μάλιστα τους νεότερους-, γιατί το καλό τμήμα του εφάπαξ είναι αυτό που αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλαν ως το 2013.

Οι νεότεροι υπάλληλοι του Δημοσίου όμως, που θα έχουν τα μισά ή τα περισσότερα χρόνια της υπηρεσίας τους μετά το 2014, θα πάρουν λιγότερα από το καλό τμήμα του εφάπαξ για τα χρόνια ως το 2013 και άτοκη επιστροφή εισφορών για τα περισσότερα χρόνια που θα διανύσουν μετά το 2014.

Ο κανόνας που εισήγαγε ο νόμος 4387/2016 είναι ότι το εφάπαξ για τα ίδια έτη ασφάλισης βαίνει μειούμενο κάθε χρόνο για όσους συνταξιοδοτούνται από 1ης/1/2014 και μετά. Για να ισοφαρίσουν οι ασφαλισμένοι τις απώλειες, θα πρέπει να παραμείνουν περισσότερα χρόνια.

Για παράδειγμα υπάλληλος που συνταξιοδοτήθηκε από το Δημόσιο το 2013 με 37 έτη και μισθό 1.600 ευρώ πήρε εφάπαξ 35.520 ευρώ, ενώ ένας υπάλληλος που αποχώρησε το 2022 με 37ετία και τον ίδιο περίπου μισθό πήρε εφάπαξ 27.372 ευρώ. Η μείωση που προκαλεί ο νόμος Κατρούγκαλου με την άτοκη επιστροφή εισφορών στο εφάπαξ είναι σχεδόν 10.000 ευρώ σε μία 10ετία (2023 έναντι 2013) και όσο αυξάνονται τα έτη με τις άτοκες επιστροφές από το 2014 και μετά οι απώλειες θα μεγαλώνουν.

Η πρόταση για αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ  αφορά στην επέκταση της 5ετίας 2009-2013 που χρησιμοποιείται σήμερα για τον υπολογισμό του καλύτερου τμήματος του εφάπαξ, ώστε να είναι πιο κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης. Κατ΄ επέκταση να υπολογίζεται η τελευταία πενταετία πριν τη συνταξιοδότηση.

Η πρόταση βρίσκεται ήδη στο τραπέζι αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων από τα Ταμεία Πρόνοιας του Δημοσίου, καθώς διαπιστώνεται πλέον ότι ο διαχωρισμός του εφάπαξ σε δυο μέρη, ένα για τα έτη ασφάλισης έως το 2013 και ένα για τα έτη από το 2014 και μετά, έχει ημερομηνία λήξης, καθώς χρόνο με τον χρόνο το εφάπαξ θα μειώνεται για όλο και περισσότερους ασφαλισμένους οι οποίοι θα απομακρύνονται από την καλή 5ετία.