Στο στόχαστρο συντάξεις χηρείας και επιδόματα
Προκειμένου να εξοικονομηθούν έως 160 εκατ. ευρώ ετησίως
Στο στόχαστρο του υπουργείου Εργασίας μπαίνουν οι συντάξεις χηρείας και τα οικογενειακά επιδόματα προκειμένου να εξοικονομηθούν έως 160 εκατ. ευρώ ετησίως και να καλυφθεί μέρος του χρηματοδοτικού κενού.
Η αντιπρόταση του οικονομικού επιτελείου προβλέπει πιστοποίηση μέσω διασταυρώσεων των οικογενειακών παροχών, που καταβάλλονται στους συνταξιούχους καθώς το Υπουργείο Εργασίας θεωρεί ότι τα επιδόματα αποτελούν μία από τις τελευταίες «γκρίζες» ζώνες του ασφαλιστικού συστήματος όπου διαπιστώνεται παραβατικότητα.
Κάθε μήνα, 664.862 συνταξιούχοι λαμβάνουν μηνιαία οικογενειακά επιδόματα 38,6 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 462.500.000 ευρώ ετησίως. Με την εφαρμογή των διασταυρωτικών ελέγχων με το μητρώο ΑΜΚΑ και το φορολογικό μητρώο, προκύπτουν συνταξιούχοι που δεν θα πρέπει να λαμβάνουν τα συγκεκριμένα επιδόματα. Με βάση τα πρώτα στοιχεία του ελέγχου που έχει ήδη ξεκινήσει το 5% δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις και αποφασίστηκε η διακοπή χορήγησης των επιδομάτων .Εκτιμάται πως η ετήσια εξοικονόμηση από το μέτρο θα κυμανθεί 23,1 έως 37 εκατ. ευρώ ανά έτος.
Θα ελεγχθούν ηλεκτρονικά οι συντάξεις χηρείας για να διαπιστωθεί αν καταβάλλονται σε πραγματικούς δικαιούχους. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων «Ηλιος», το συνολικό ποσό που καταβάλλεται στα μέλη της οικογένειας των εκλιπόντων συνταξιούχων, που λαμβάνουν επίσης τα δικά τους συνταξιοδοτικά μετά 3 χρόνια από τον θάνατο, είναι 1.027 εκατ. ευρώ ετησίως. Η διασταύρωση των στοιχείων και η πλήρης εφαρμογή των περικοπών αναμένεται να παραγάγουν εξοικονόμηση μεταξύ 8% και 12%, δηλαδή 82 έως 123 εκατ. ευρώ ετησίως.
Σύμφωνα με το άρθρο 13 του νόμου 3863/2010 μετά την πάροδο της τριετίας από το θάνατο, ο επιζών σύζυγος, εφόσον εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη θανάτου περιορίζεται στο 50% της δικαιούμενης σύνταξης θανάτου, έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, και μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή, στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, οπότε λαμβάνει ολόκληρη τη δικαιούμενη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.