Και ενώ η τουριστική σεζόν έχει ξεκινήσει δυναμικά, το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας εξακολουθεί να ταλανίζει τον κλάδο του τουρισμού. Στις 80.000 υπολογίζονται φέτος οι ελλείψεις προσωπικού σε ξενοδοχεία και εστίαση.

Αμέσως μετά την πανδημία, ακούστηκαν πολλά σε ό,τι αφορά τις αιτίες που οδήγησαν στη μαζική φυγή εργαζομένων από τον κλάδο: οι αμοιβές είναι χαμηλές, οι συνθήκες εργασίας είναι κακές και η διαμονή του προσωπικού στους προορισμούς είναι άθλια. Η αλήθεια είναι ότι παρατηρήθηκαν πολλά τέτοια φαινόμενα. Είναι όμως ο κανόνας; Και κυρίως, ισχύουν ακόμα αυτά για τα οποία κατηγορούν τους ξενοδόχους;


Ο κ. Αργύρης Νταουλιάρης, ιδρυτής της πλατφόρμας εύρεσης εργασίας σε ξενοδοχεία Innjobs, στην οποία είναι εγγεγραμμένα 1260 ξενοδοχεία και 12.500 – 14.000 εργαζόμενοι, εξήγησε στο powergame.gr πώς διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή το εργασιακό τοπίο στον τουρισμό. «Οι ξενοδόχοι πλέον δίνουν πολύ καλύτερες αμοιβές ενώ υπάρχουν πολλοί που επενδύουν στην αξιοπρεπή διαμονή των εργαζομένων τους. Και πάλι όμως, οι διαθέσιμοι Έλληνες εργαζόμενοι δεν φτάνουν και εδώ χρειάζεται να επέμβει η πολιτεία», τονίζει.

Τα κρίσιμα ζητήματα της εκπαίδευσης και της επέκτασης της σεζόν
«Αναρωτιόμαστε γιατί υπάρχουν τόσες κενές θέσεις εργασίας. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι έχουν δημιουργηθεί πολλά νέα ξενοδοχεία και εστιατόρια. Είναι και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μια υποβάθμιση των τουριστικών σχολών στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην έχει δημιουργηθεί το απαραίτητο «φυτώριο» που θα στελεχώσει τα ξενοδοχεία», αναφέρει ο κ. Νταουλιάρης.


Προσθέτει δε, ότι οι μεγαλύτερες ελλείψεις δεν αφορούν διοικητικές θέσεις, αλλά κυρίως πιο τεχνικές. «Μάγειρες, σερβιτόρους και καμαριέρες αναζητούν περισσότερο από όλους οι ξενοδόχοι. Για τις δύο πρώτες ειδικότητες απαιτείται φοίτηση σε σχολές τουριστικών επαγγελμάτων. Το κράτος οφείλει να επενδύσει σε αυτές τις σχολές, να τις ενισχύσει με τις κατάλληλες υποδομές, το προσωπικό και τον εξοπλισμό. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δώσει το κίνητρο στους νέους να στραφούν προς τον τουρισμό. Η αυξημένη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας είναι ένα σημαντικό κίνητρο αλλά δεν αρκεί, όταν έχει καταργηθεί το εφάπαξ, όταν η σεζόν είναι περίπου έξι μήνες και όταν τα ενοίκια (και το υπόλοιπο κόστος ζωής) έχουν αυξηθεί υπερβολικά», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Νταουλιάρης.

Οι μισθοί που δίνουν τα ξενοδοχεία είναι πιο αυξημένοι πλέον. Ενδεικτικά, οι καμαριέρες και οι σερβιτόροι παίρνουν 1.200 ευρώ καθαρά ενώ ένας μάγειρας Α’ παίρνει 1.400-1.500 ευρώ. Αυτές οι αμοιβές φυσικά εξαρτώνται από τον προορισμό και την κατηγορία του ξενοδοχείου.


Όμως ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματα όσων εργαζομένων έφυγαν από τον τουρισμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας και κατόπιν αποφάσισαν να μην ξαναγυρίσουν, είναι το γεγονός ότι εργάζονται κατά μέσο όρο έξι μήνες τον χρόνο και κατόπιν λαμβάνουν ένα πενιχρό επίδομα εποχικού υπαλλήλου για 3 μήνες. Κατά συνέπεια, τα χρήματα αυτά δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσής τους.

«Η πολιτεία πρέπει να βρει τρόπους να επεκτείνει τη σεζόν. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τα κόμιστρα των αεροδρομίων. Αν ήταν φθηνότερα τους μήνες εκτός εποχής, θα έρχονταν περισσότερα αεροπλάνα και κατά συνέπεια το προσωπικό θα είχε εργασία για μεγαλύτερο διάστημα. Έτσι, θα είχαν κίνητρο οι εργαζόμενοι να μετοικήσουν σε πιο μόνιμη βάση σε έναν τουριστικό προορισμό και ίσως τελικά να δημιουργούσαν οικογένεια εκεί και να έμεναν», τονίζει ο κ. Νταουλιάρης.

Η διαμονή
Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν πολλές καταγγελίες για άθλιες συνθήκες διαμονής των εργαζομένων, κυρίως στα νησιά. Παλιά και κακοσυντηρημένα σπίτια στα οποία στοιβάζονταν πολλοί εργαζόμενοι, ακόμα και κοντέινερς χωρίς κλιματισμό επιστρατεύονταν το καλοκαίρι για τους υπαλλήλους των ξενοδοχείων.

«Η κατάσταση με τη διαμονή των εργαζομένων έχει βελτιωθεί σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν πλέον πολλοί ξενοδόχοι οι οποίοι επενδύουν σε καταλύματα εργαζομένων. Κάποιοι μάλιστα, ελλείψει διαθέσιμης στέγης, έχουν διαθέσει δίκλινα και τρίκλινα δωμάτια στο προσωπικό, μειώνοντας τη χωρητικότητα του ξενοδοχείου. Άλλοι χτίζουν νέες πτέρυγες», επισημαίνει ο Αργύρης Νταουλιάρης.

Υπάρχουν ωστόσο και μικροί προορισμοί οι οποίοι πιέζονται σε ό,τι αφορά τη στέγη. «Όταν τα περισσότερα σπίτια γίνονται Airbnb, χωρίς καμία μελέτη και κανέναν σχεδιασμό, δημιουργούνται συνθήκες ασφυξίας. Το κράτος οφείλει να βρει λύσεις, όπως για παράδειγμα τον καθορισμό της «φέρουσας ικανότητας» κάθε προορισμού, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη τόσο του τουρισμού όσο και των τοπικών κοινωνιών».