Στα ύψη συνεχίζουν να κινούνται οι τιμές των κατοικιών και το α΄τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας αύξηση σε ετήσια βάση κατά 10,4% σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές των διαμερισμάτων σε σχέση με την κατώτατη τιμή που καταγράφηκε το γ΄ τρίμηνο του 2017 να είναι αυξημένες κατά 66,4%. Την ώρα που οι τιμές είναι μόλις 4,1% χαμηλότερες από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί το 2008. Παράλληλα, οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις στην ανήλθαν σε 520 εκατ. ευρώ, έναντι 497 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023.

Η στέγαση αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα για τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς η συνεχής αύξηση των τιμών, την οποία τροφοδοτεί η ζήτηση από το εξωτερικό, και το αυξημένο κόστος κατασκευής και δανεισμού διαμορφώνουν επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, δυσχεραίνοντας την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύροντας ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών όσο και τα μισθώματα.

Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει, ότι ακριβότερα είναι τα νεόδμητα διαμερίσματα, των οποίων οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 10,8% σε σχέση με αυτές των παλαιών διαμερισμάτων που σημείωσαν άνοδο της τάξεως του 10,1%. Πρόκειται για μια διαφορετική τάση που παρατηρείται για το 2024, καθώς την προηγούμενη χρονιά ήταν ο εντονότερος ρυθμός αύξησης που καταγράφηκε στα παλαιά διαμερίσματα όπου οι τιμές των παλιών αυξήθηκαν κατά 14,5% και των νέων κατά 12,7% αντίστοιχα.

Κατά γεωγραφική περιοχή, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων στην περιοχή της Αθήνας κατέγραψε αισθητά χαμηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης από το μέσο ετήσιο ρυθμό πανελλαδικά (9,4%), αλλά το επίπεδό του ξεπέρασε το ιστορικό υψηλό του β΄ τριμήνου του 2008.Η περιοχή της Θεσσαλονίκης και, ως σύνολο, οι λοιπές περιοχές της χώρας καταγράφουν εντονότερους ετήσιους ρυθμούς αύξησης από το μέσο ετήσιο ρυθμό για το σύνολο της Ελλάδος (12,2% και 12,1% αντίστοιχα), ενώ οι άλλες μεγάλες πόλεις κατέγραψαν μέσο ετήσιο ρυθμό οριακά στα ίδια επίπεδα με το σύνολο της χώρας (10,3%).

Ξεπερνούν το μισό δισ. ευρώ οι ξένες επενδύσεις στα ακίνητα
Σημαντικό ρόλο στην άνοδο των τιμών έπαιξε και η υψηλή ζήτηση που υπήρχε για κατοικίες από το εξωτερικό, την οποία ενίσχυσε και η Χρυσή Βίζα, της οποίας η επίδραση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά από τον Σεπτέμβριο λόγω των αλλαγών που αποφάσισε πρόσφατα η κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το α΄ τρίμηνο του 2024 οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις για την αγορά ακινήτων κατέγραψαν θετικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής (4,6%) και ανήλθαν σε 520 εκατ. ευρώ, έναντι 497 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023.

Η οικοδομική δραστηριότητα σε κατοικίες που για χρόνια ήταν παγωμένη λόγω της οικονομικής κρίσης, ενισχύθηκε σημαντικά την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024, καταγράφοντας σε όρους δομήσιμου όγκου ετήσια αύξηση 47,3% και σε όρους αριθμού αδειών 60,9%, ενώ στην περιοχή της Αττικής οι αντίστοιχες αυξήσεις ήταν πιο συγκρατημένες (6,5% και 18,9%).

Βέβαια όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ, οι επενδύσεις σε κατοικίες μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 14,0% το α΄ τρίμηνο του 2024 και παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ (1,7%). Ο δείκτης επίσης των επιχειρηματικών προσδοκιών για την κατασκευή κατοικιών του ΙΟΒΕ, κατά τους πρώτους πέντε μήνες του 2024 κατέγραψε οριακή υποχώρηση (-0,2%) έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2023.

Το συνολικό κόστος κατασκευής νέων κτιρίων κατοικιών ακόμη κατά το α΄ τρίμηνο του 2024 συνεχίζει να αυξάνεται (4,0% σε ετήσια βάση), σημειώνοντας ωστόσο σημαντική επιβράδυνση σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 (8,1%). Το συνολικό ύψος των νέων στεγαστικών δανείων αυξήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2024, κατά 38,9% σε ετήσια βάση, έναντι μείωσης κατά 7,2% την αντίστοιχη περίοδο του 2023, αν και συνεχίζει να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Τέλος, η αύξηση των επιτοκίων συνετέλεσε στη μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων επί σχεδόν δύο έτη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων. Ωστόσο κατά τη διάρκεια του α΄ τριμήνου του 2024 η ζήτηση στεγαστικών δανείων δεν μεταβλήθηκε σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αναμένεται, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, να παραμείνει αμετάβλητη και κατά το επόμενο τρίμηνο.