Συνοψίζοντας τα γεγονότα του 2014, μπορούμε να αποτιμήσουμε τα θετικά και αρνητικά που επηρέασαν την οικονομία της χώρας μας. Αντιθέτως είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τις προοπτικές της ελληνικής επιχειρηματικότητας για το 2015, εξαιτίας του αβέβαιου οικονομικού περιβάλλοντος που διαμορφώνεται από την πολιτική αδυναμία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας και την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές στις 25 Ιανουαρίου του νέου έτους.

Το 2014 ολοκληρώθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα πολιτικής έντασης και άφησε πίσω του μεικτά συναισθήματα στην ελληνική αγορά. Εξετάζοντας το οικονομικό περιβάλλον βλέπουμε οτι η σταθεροποίηση του κλίματος συνδέθηκε με τη σταδιακή αποκλιμάκωση της ύφεσης και τα καλά αποτελέσματα στον Δείκτη της Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιο της Έκθεσης του World Economic Forum, που αντανακλούν την τεράστια προσπάθεια της χώρας να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με την Έκθεση, η ελληνική οικονομία κατατάχθηκε στην 81η θέση μεταξύ 144 χωρών, άνοδος 10 θέσεων από πέρυσι και 15 από το 2012/2013, με τις καλύτερες επιδόσεις να εντοπίζονται στις υποδομές (36η θέση), την τεχνολογική ετοιμότητα (39η θέση),την υγεία και τη βασική εκπαίδευση (41η θέση), την ανώτερη εκπαίδευση και κατάρτιση (44η θέση) και το μέγεθος της αγοράς (49η θέση) ενώ παρουσιάζει σχετική υστέρηση σε ζητήματα επιχειρηματικής διάρθρωσης, καινοτομίας, θεσμών και αποδοτικότητας αγοράς αγαθών.

Πιο συγκεκριμένα, στην ελληνική αγορά δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη ανάπτυξη όσον αφορά στην ποιότητα και ποσότητα τοπικών προμηθευτών, στη δημιουργία clusters, στο βαθμό επέκτασης συνεργιών, στο μέγεθος της παραγωγής και στον έλεγχο διεθνών διανομών.

Στους παραπάνω πυλώνες η χώρα μας χρειάζεται να εστιάσει την προσοχή της και να δουλέψει ακόμη περισσότερο σε μια περίοδο που η ανταγωνιστικότητα θεωρείται το εισιτήριο για την επιτυχία και την οικονομική μεγέθυνση.

Κρίσιμο για το 2015 είναι αμέσως μετά τις εκλογές, να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα οι παράγοντες-τροχοπέδη στην επιχειρηματική δραστηριότητα και κατ’ επέκταση στην επίτευξη αναπτυξιακών ρυθμών, όπως είναι η δύσκολη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, η γραφειοκρατία, το περίπλοκο και ασταθές φορολογικό πλαίσιο, η αποδοτικότητα αγοράς εργασίας και το μακροοικονομικό περιβάλλον. Δηλαδή μια σωρεία αδυναμιών και προβλημάτων που δυστυχώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και αποδυναμώνουν την επιχειρηματικότητα. Αυτά εντοπίζονται στο μεγάλο δημόσιο χρέος, την υποχώρηση στην ακαθάριστη εθνική αποταμίευση, τον αποπληθωρισμό, τη δυσμενή πιστοληπτική αξιολόγηση αλλά και την αδυναμία των τραπεζών να δώσουν πράσινο φως στις χορηγήσεις.

Η περιορισμένη, επιπρόσθετα, χρήση σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων όπως είναι τα Venture Capital, που διεθνώς αποτελούν εργαλεία ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας- ιδίως της νεανικής- με στόχο την κεφαλαιακή στήριξη των επιχειρήσεων , την ενδυνάμωση της παραγωγικότητας, της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας λειτουργούν ανασταλτικά στην ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Η μείωση λοιπόν της γραφειοκρατίας και η απλοποίηση των διαδικασιών, η αξιοποίηση όλων των προγραμμάτων για τις ΜμΕ που προέρχονται από ευρωπαϊκούς πόρους, η επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου προς εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, είναι πολιτικές που πρέπει να ενταχθούν στους στόχους για το 2015. Επιπλέον η εφαρμογή ενός νέου απλού και δίκαιου φορολογικού συστήματος είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ενός ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος.

Για την Ελλάδα το 2014 ήταν το έκτο έτος της ύφεσης και το τέταρτο έτος της δημοσιονομικής επιτήρησης κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, με την εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος και πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπιστεί το πρωτοφανές υψηλό ποσοστό ανεργίας και το διαρκώς μειούμενο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα.

Η απασχόληση συρρικνώθηκε κατά 2,6% και διαμορφώθηκε στα επίπεδα του 1983, ενώ παρουσιάστηκε μικρή υποχώρηση της ανεργίας από το 27,3 το 2013 στο 25,7% το 2014, ποσοστό που σε απόλυτους αριθμούς αναφέρεται σε 70.000 λιγότερους ανέργους.

Το παράδοξο αυτής της ταυτόχρονης μείωσης των ποσοστών της απασχόλησης και της ανεργίας οφείλεται στο ανησυχητικό φαινόμενο της μετανάστευσης του πληθυσμού, κυρίως νέων, στο εξωτερικό αλλά και στο εξίσου ανησυχητικό φαινόμενο της αποδοχής της κατάστασης του ανέργου. Πρόκειται για άτομα που έχουν περάσει στο στάδιο της μακροχρόνιας ανεργίας και έχουν εγκαταλείψει την ενεργή αναζήτηση εργασίας με αποτέλεσμα να μην καταγράφονται και ως άνεργοι.

Οι συνέπειες των δυο φαινομένων, λαμβάνοντας υπόψη ότι «η μεσαία τάξη» τις προηγούμενες δεκαετίες επένδυσε στο δικαίωμα της μόρφωσης και της εργασίας, αναμένονται να είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για την κοινωνική συνοχή, καθώς απαξιώνεται το «αίσθημα ίσων ευκαιριών» που χρειάζεται να μοιράζονται τα μέλη μιας κοινωνίας για να στοχεύουν στην πρόοδο.

Η συνεχόμενη όμως συρρίκνωση του εισοδήματος και τα υψηλά επίπεδα ανεργίας θα συνεχίσουν να δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας και κατα τη διάρκεια του 2015, όχι μόνο με την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή αλλά κυρίως από τη αδυναμία πραγμάτωσης των βασικών καθημερινών αναγκών του. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. εντός του 2014 το 23,1% του πληθυσμού της χώρας αντίκρισε το κατώφλι της φτώχειας, ποσοστό που αναλύεται σε 892.763 νοικοκυριά και σε 2.529.005 άτομα.

Όταν λοιπόν ένα τόσο μεγάλο ποσοστό συμπολιτών μας αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες κατά την πρόσβαση στον τομέα υγείας, την κοινωνική ασφάλιση και στην αγορά εργασίας, αυτό αντανακλάται άμεσα στην αγορά. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τη συσσώρευση οφειλών προηγούμενων ετών με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να εγκλωβιστούν στα χρέη προς το Δημόσιο, τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τις Τράπεζες, καθώς δεν υπήρξαν τα απαραίτητα αντανακλαστικά για την προώθηση ενός ρυθμιστικού πλαισίου.

Μόλις τον Δεκέμβριο του 2014 υλοποιήθηκαν σημαντικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, με τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε 72-100 δόσεις, αλλά με πολλούς όρους και προϋποθέσεις αποκλεισμού.

Η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης αλληλεπιδρώντας με τη φοροεπιδρομή στο οικογενειακό εισόδημα είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην απασχόληση και βεβαίως στη ρευστότητα και τον τζίρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Στην Ελλάδα το 2014 κυριάρχησε η εικόνα των «αντίρροπων τάσεων» μεταξύ των ΜμΕ. Ενώ δηλαδή, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις (ΑΕ και ΕΠΕ) είχαν καλύτερη επίδοση, οι μικρότερες (ΟΕ-ΕΕ και ΑτΕ) ήρθαν αντιμέτωπες με αρκετές δυσκολίες. Πιο συγκεκριμένα, τη διετία 2013-2014 ενώ στις ΑΕ και ΕΠΕ η γενική ρευστότητα είτε παρέμεινε σταθερή είτε βελτιώθηκε, στις ΟΕ-ΕΕ και ΑτΕ καταγράφηκε είτε μικρή υποχώρηση είτε σταθεροποίηση με πολλές από αυτές να βρεθούν εκτός των ορίων τραπεζικής χρηματοδότησης ή σε αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

Υπήρξε βεβαίως και μια ισχνή μειοψηφία ΑΕ και ΕΠΕ και μια μεγαλύτερη ΟΕ-ΕΕ και ΑτΕ που δήλωσε ότι αντιμετώπισε τον κίνδυνο παύσης των εργασιών. Επίσης, την ίδια περίοδο η κερδοφορία αυξήθηκε για τις ΑΕ και ΕΠΕ, ενώ για την πλειονότητα των ΟΕ-ΕΕ και ΑτΕ διαπιστώθηκε επιδείνωση τόσο των πωλήσεων όσο και των κερδών τους.

Τα δειλά σημάδια που εμφανίστηκαν εντός του 2014, παρουσιάζονται στο ξεκίνημα του 2015, πολύ αδύναμα για να μας επιτρέψουν να κάνουμε μια αισιόδοξη εκτίμηση, αφού όλα εξαρτώνται από πολλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες.

Οι προβλέψεις για το νέο έτος μοιάζουν με μια μεγάλη «ετήσια νάρκη» που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να μάθει η αγορά εάν είναι απενεργοποιημένη ή όχι. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν το επόμενο διάστημα έχουν άμεση σχέση με την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο και την κρίση. Μια έξοδο που ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει ακριβά για να τη θυσιάσει στο βωμό των πολιτικών διευθετήσεων.

Για το καλό λοιπόν του τόπου, πρέπει να επικρατήσει νηφαλιότητα και λογική, ώστε η χώρα να μην οδηγηθεί μετά τις εθνικές εκλογές, σε καταστάσεις που θα διχάσουν την κοινωνία και θα κλονίσουν εκ νέου την ευάλωτη οικονομία μας στο ξεκίνημα του 2015.

Καλή χρονιά!