«Αυλαία» για τη συνολική εικόνα του α’ εξαμήνου ανοίγουν την ερχόμενη Τετάρτη, οι τράπεζες Πειραιώς και Eurobank, με τη σκυτάλη να λαμβάνουν την 1η Αυγούστου η Εθνική Τράπεζα και την Παρασκευή 2 Αυγούστου η Alpha Bank, ολοκληρώνοντας τον κύκλο παρουσιάσεων του β’ τριμήνου στους αναλυτές.


Τα φετινά αποτελέσματα εξαμήνου θα αποτελέσουν εφαλτήριο για ανοδικές αναθεωρήσεις στόχων, στο πλαίσιο των business plans των τραπεζών, κάτι που έχει ήδη γίνει ήδη από την Τράπεζα Πειραιώς, καθώς οι ενδείξεις για την πορεία των fundamentals είναι περισσότερο θετικές από τις αρχές του έτους. Πέραν του θετικού πρώτου τριμήνου (και με τις επιμέρους «δυσκολίες» που αυτό παραδοσιακά μπορεί να ενέχει), έρχεται ένα αρκετά ενθαρρυντικό β’ τρίμηνο για το σύνολο της αγοράς. Το στίγμα αυτό αναμένεται να αποτυπωθεί στα αποτελέσματα και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών την επόμενη εβδομάδα.


Στο μεταξύ, η ημερομηνία ανακοίνωσης αποτελεσμάτων β’ τριμήνου της Eurobank (31 Ιουλίου) συμπίπτει και με την καταβολή μερίσματος για τη χρήση 2023, 342 εκατ. ευρώ συνολικά σε μετρητά. Μία ημέρα πριν, αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η δημόσια πρόταση για την εξαγορά μετοχών της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο, με τον Όμιλο Eurobank να έχει ήδη στον έλεγχό του το 55,48%.

Η ώρα των αποτελεσμάτων έρχεται να συμπληρώσει το κάδρο του success story, με τις τράπεζες να φιγουράρουν τις επιμέρους αξιολογήσεις σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας από διάφορους οίκους και την επιστροφή στην κανονικότητα που επισφραγίζεται με τη διανομή μερίσματος, για πρώτη φορά από το 2008. Ήδη, το διάστημα ανακοίνωσης του β’ τριμήνου οι μέτοχοι θα έχουν αρχίσει να λαμβάνουν τα πρώτα συμβολικά μερίσματα από τις τράπεζες, με τους τραπεζίτες να διαμηνύουν ότι από το 2025 και μετά, το προς χορήγηση μέρισμα θα είναι πολύ υψηλότερο. Τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος και αυτό περνάει και μέσα από τις εκτιμήσεις τους, όπως ακούγονται στις γενικές συνελεύσεις.


Τα στοιχεία που θα κάνουν το β’ τρίμηνο να τραβάει τα φώτα της αγοράς, με την καλή έννοια του όρου, είναι πρώτον η ισχυρή κερδοφορία, που εξακολουθεί να βασίζεται σε τόκους και προμήθειες και δεύτερον η καλή πορεία των νέων εκταμιεύσεων, που διατηρεί την πιστωτική επέκταση, παρά τις εκταμιεύσεις και παρά την αναιμική ζήτηση ακόμη στα στεγαστικά.

Η καθυστέρηση των μειώσεων στα επιτόκια του ευρώ και η πολιτική του σταγονόμετρου που φαίνεται να ακολουθείται, επέδρασε ιδιαίτερα ευνοϊκά στη διατήρηση εσόδων από τόκους με το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο να παραμένει υψηλό και το κόστος ρίσκου αντίστοιχα, να περιορίζεται, όσο ο ισολογισμός εξυγιαίνεται από κόκκινα δάνεια. Σχετικά έγραφε το powergame.gr που γινόταν αναφορά στα καθαρά έσοδα από τόκους του α’ τριμήνου (για τα οποία υπάρχουν επίσημα στοιχεία) τα οποία σχεδόν προσέγγισαν τα 2,2 δισ. ευρώ (1,8 δισ. ευρώ το περυσινό πρώτο τρίμηνο).


Υψηλά οργανικά έσοδα λοιπόν, με συμβολή τόκων αλλά και προμηθειών, μέσα από την ενίσχυση μεριδίων στη διαχείριση περιουσίας. Χαμηλό κόστος κινδύνου, «αγαπημένη ρήτρα εμπιστοσύνης» εκ μέρους των επενδυτών και καθαρός ισολογισμός με τα NPEs να έχουν πέσει κάτω από το 5% για πάνω από το ήμισυ της αγοράς.

Ταυτόχρονα, το στοίχημα της πιστωτικής επέκτασης κερδίζεται σε θετικό πρόσημο και ποσοστά, με την αγορά να αναθεωρεί τους στόχους των νέων εκταμιεύσεων ανοδικά. Μοχλός παραμένει το Ταμείο Ανάκαμψης, παρά τις όποιες καθυστερήσεις εμφανίζονται. Ενθαρρυντικά κινείται η λιανική, κυρίως στα καταναλωτικά δάνεια – μια αγορά στην οποία επιστρέφει το κοινό μετά από χρόνια. Ελπίδες υπάρχουν και για τη μικρή ζήτηση στεγαστικών δανείων, ειδικά μετά την ανανέωση του προγράμματος Σπίτι μου και τη διεύρυνση των όρων.

Στα αποτελέσματα του β’ τριμήνου, θα είναι εμφανείς πολλοί δείκτες, ενδεικτικοί της υγείας και της ισχύος των τραπεζών. Είναι αυτοί που αντανακλούν ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια (CET I), με τους επιμέρους στόχους MREL να έχουν ήδη επιτευχθεί πριν τα χρονοδιαγράμματα, άπλετη παρουσία ρευστότητας (LCR), ανταγωνιστικό λόγο δανείων προς καταθέσεις (LDR) και φυσικά, απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROA), έναν χώρο όπου πραγματικά οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει την «έκπληξη».