Σε «φαβορί» των οίκων αξιολόγησης αναδεικνύονται ολοένα και πιο σταθερά οι ελληνικές τράπεζες, για τις προοπτικές που παρουσιάζουν τόσο συνολικά ως κλάδος, όσο και μεμονωμένα κάθε πιστωτικός όμιλος. Οι ξένοι οίκοι περιγράφουν την status quo εικόνα της ελληνικής τραπεζικής αγοράς με τα πιο «ευδιάθετα» χρώματα, ακόμη και όταν τηρούν επιφυλάξεις για επιμέρους τομείς, είτε αυτό αφορά την αναβαλλόμενη φορολογία, είτε τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, είτε το χειρισμό ενόψει μείωσης επιτοκίων.


Οι τράπεζες της χώρας παρουσιάζουν ένα πολύ καλό αφήγημα, που πατάει και συνδέεται με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Τα ισχυρά μεγέθη και οι προοπτικές των τεσσάρων μεγάλων της αγοράς (Εθνική, Eurobank, Alpha και Πειραιώς), αλλά και του πέμπτου κατά σειρά μεγέθους τραπεζικού ομίλου που μόλις γεννιέται (από τη συγχώνευση Attica – Παγκρήτιας), καθώς και των μικρών ευέλικτων τραπεζών (Optima), συν τη συμβολή υγιών συνεταιριστικών τραπεζών που τείνουν να επεκταθούν σε περιφερειακό επίπεδο, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για προσέλκυση επενδυτικού ενδιαφέροντος.


Αυτό έχει ήδη φανεί, καθώς οι τράπεζες έχουν λάβει από καιρό το δώρο του investment grade rating και των αναβαθμίσεων από όλους τους κορυφαίους οίκους αξιολόγησης. Και μάλιστα, κάθε ευκαιρία που σηματοδοτεί νέες προβλέψεις (όπως οι αναθεωρήσεις στόχων στα πλαίσια των business plan, σαν αποτέλεσμα καλύτερων των αρχικά προβλεπόμενων επιδόσεων), αποτελεί εφαλτήριο για νέες αξιολογήσεις (τελευταία ήταν της JP Morgan η οποία άλλαξε τις τιμές στόχους των τραπεζών μετά τα αποτελέσματα του β΄ τριμήνου).

Με τον Σεπτέμβριο να μπαίνει, τα βλέμματα στρέφονται στον διεθνή οίκο Moody’s, έναν από τους πιο «φειδωλούς» στα εύσημα οίκους, που έχει προγραμματίσει να παραδώσει την έκθεση αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία και το αξιόχρεο, στις 13 του μήνα. Η αγορά εκτιμά ότι αν ο χρησμός της Moody’s βγει, με θετικά νέα για την χώρα, αυτό θα πυροδοτήσει εκ νέου αναβαθμίσεις οίκων για τις ελληνικές τράπεζες.


Αυτό που κοιτάνε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι αναλυτές είναι η πορεία απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ο δείκτης RoTE τον οποίο όλες οι τράπεζες θέτουν σε μια υψηλότερη προσδοκώμενη βάση, με στόχο να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το 16%. Σε γενικές γραμμές ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων κυμαίνεται σήμερα στο 15% (15% περίπου σε Eurobank, Εθνική, Πειραιώς, 13% Alpha Bank) με κάθε μία από αυτές να έχει αναθεωρήσει το guidance για το τέλος του έτους.


Οι ξένοι κοιτάνε επίσης το -μονοψήφιο για όλους πλέον τους συστημικούς – δείκτη. ΝPE που αντανακλά την πορεία εξυγίανσης, μέσω του ποσοστού Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, θεωρώντας ότι παρά την τεράστια προσπάθεια που έχει επιτευχθεί, υπάρχει ακόμη δουλειά και αυτή μεταφράζεται σε προβλέψεις, αλλά και τιτλοποιήσεις, και αυτές με τη σειρά τους, σε κόστος, που επηρεάζει αποτελέσματα και κερδοφορία.


Επίσης, ένα άλλο σημείο που κεντρίζει το ενδιαφέρον αναλυτών και οίκων αξιολόγησης είναι ο βαθμός ευαισθησίας της κάθε τράπεζας στο περιβάλλον αποκλιμάκωσης των επιτοκίων και στο μίγμα δράσεων για να μετριάσουν τις επιπτώσεις.

Πέραν των οικονομικών μεγεθών και της εικόνας του ισολογισμού, οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να αποτελέσουν πόλο έλξης κεφαλαίων και για τις στρατηγικές τους συνεργασίες, τα επεκτακτικά τους πλάνα σε niche αγορές, τον εξωστρεφή σχεδιασμό, τα πλάνα υιοθέτησης πρακτικών fintech. Το εγχείρημα πλήρους ιδιωτικοποίησης της Εθνικής, ο καρπός συνεργασίας Alpha -Unicredit, η είσοδος της Πειραιώς στον κόσμο των neobanks με τη Snappi και η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου από τη Eurobank είναι βήματα που προκαλούν τους διεθνείς επενδυτικούς οίκους για μια νέα επιβεβαίωση της «ψήφου εμπιστοσύνης» που έχει ήδη δοθεί (με την επαναξιολόγηση σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας). Οι εξελίξεις του φθινοπώρου στον τραπεζικό κλάδο δημιουργούν χώρο για νέες αξιολογήσεις και πιθανή αναθεώρηση στόχων.