Εφορία: Αυτόματες διορθώσεις λαθών αναδρομικά σε βάθος 10ετίας
Τη δυνατότητα να διορθώνει εμφανή λάθη (πρόδηλα λάθη) αναδρομικά σε βάθος 10ετίας έχει η Εφορία με τροπολογία που κατέθεσε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Πρόκειται για υποθέσεις που αφορούν πρόστιμα, λάθη σε καταλογισμούς φόρων, που έχουν επιβληθεί και εκκρεμούν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια. Η φορολογική διοίκηση έχει τη δυνατότητα να τα διορθώνει αυτόματα χωρίς να περιμένει να προσφύγει ο φορολογούμενος. Tα ποσά που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί βάσει των πράξεων που ακυρώνονται, διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.
Η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να προβεί σε τροποποίηση ή ακύρωση άμεσου προσδιορισμού φόρου ή πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξης επιβολής προστίμου, είτε κατόπιν αίτησης του φορολογούμενου είτε αυτόματα, χωρίς αίτηση του φορολογούμενου:
α) για πρόδηλη έλλειψη (ολική ή μερική) φορολογικής υποχρέωσης,
β) για αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος.
Σε περίπτωση που ως συνέπεια του άμεσου προσδιορισμού ή της πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται και πράξη επιβολής προστίμου, η εν λόγω πράξη (ή ο άμεσος προσδιορισμός) ακυρώνεται ή τροποποιείται με πράξη της Φορολογικής Διοίκησης.
Για να είναι παραδεκτή η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης θα πρέπει είτε να προσκομιστούν έγγραφα από τον φορολογούμενο, είτε είναι διαθέσιμα στην αρμόδια υπηρεσία, χωρίς να απαιτούνται ελεγκτικές επαληθεύσεις.
Ως αριθμητικά ή υπολογιστικά λάθη θεωρούνται τα σφάλματα κατά τη διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού ή κατά την εκτέλεση αριθμητικής πράξης και όχι η εσφαλμένη επιβολή φόρου ή απαλλαγή από το φόρο ή η κακή εφαρμογή του νόμου.
Όντως, η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναφέρει πως θα προκύψει «δαπάνη ή απώλεια εσόδων κατά περίπτωση, από την ακύρωση ή επιστροφή των ποσών που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί, βάσει των πράξεων που ακυρώνονται ή διαγράφονται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής».
Με βάση την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία, το ισχύον πλαίσιο (πρόκειται για το άρθρο 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας) δεν επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να εξετάσει πρόδηλα σφάλματα, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια.
Προβλέπεται επίσης, ότι η προθεσμία για την ακύρωση πράξης που έχει προσβληθεί στα δικαστήρια και βρίσκεται σε εκκρεμοδικία λήγει ένα έτος μετά από τη λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ενώ δεν εξετάζεται αν η πρόδηλη πλημμέλεια που αποτελεί τον λόγο ακύρωσης έχει προβληθεί στο πλαίσιο ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής. Τέλος, προβλέπεται ότι εάν έχουν γίνει βεβαιώσεις ποσών εις βάρος των φορολογουμένων και έχουν καταβληθεί ποσά βάσει της εσφαλμένης πράξης της Φορολογικής Διοίκησης, αυτά δεν θεωρούνται παραγεγραμμένα εις βάρος του φορολογουμένου και επιστρέφονται.
Η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να προβεί σε τροποποίηση ή ακύρωση άμεσου προσδιορισμού φόρου ή πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξης επιβολής προστίμου, είτε κατόπιν αίτησης του φορολογούμενου είτε αυτόματα, χωρίς αίτηση του φορολογούμενου:
α) για πρόδηλη έλλειψη (ολική ή μερική) φορολογικής υποχρέωσης,
β) για αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος.
Σε περίπτωση που ως συνέπεια του άμεσου προσδιορισμού ή της πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται και πράξη επιβολής προστίμου, η εν λόγω πράξη (ή ο άμεσος προσδιορισμός) ακυρώνεται ή τροποποιείται με πράξη της Φορολογικής Διοίκησης.
Για να είναι παραδεκτή η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης θα πρέπει είτε να προσκομιστούν έγγραφα από τον φορολογούμενο, είτε είναι διαθέσιμα στην αρμόδια υπηρεσία, χωρίς να απαιτούνται ελεγκτικές επαληθεύσεις.
Ως αριθμητικά ή υπολογιστικά λάθη θεωρούνται τα σφάλματα κατά τη διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού ή κατά την εκτέλεση αριθμητικής πράξης και όχι η εσφαλμένη επιβολή φόρου ή απαλλαγή από το φόρο ή η κακή εφαρμογή του νόμου.
Όντως, η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναφέρει πως θα προκύψει «δαπάνη ή απώλεια εσόδων κατά περίπτωση, από την ακύρωση ή επιστροφή των ποσών που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί, βάσει των πράξεων που ακυρώνονται ή διαγράφονται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής».
Με βάση την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία, το ισχύον πλαίσιο (πρόκειται για το άρθρο 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας) δεν επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να εξετάσει πρόδηλα σφάλματα, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια.
Προβλέπεται επίσης, ότι η προθεσμία για την ακύρωση πράξης που έχει προσβληθεί στα δικαστήρια και βρίσκεται σε εκκρεμοδικία λήγει ένα έτος μετά από τη λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ενώ δεν εξετάζεται αν η πρόδηλη πλημμέλεια που αποτελεί τον λόγο ακύρωσης έχει προβληθεί στο πλαίσιο ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής. Τέλος, προβλέπεται ότι εάν έχουν γίνει βεβαιώσεις ποσών εις βάρος των φορολογουμένων και έχουν καταβληθεί ποσά βάσει της εσφαλμένης πράξης της Φορολογικής Διοίκησης, αυτά δεν θεωρούνται παραγεγραμμένα εις βάρος του φορολογουμένου και επιστρέφονται.