Στη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών διαμορφώθηκε ένα διπολικό και συνάμα ακραία διχαστικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, που υπερβαίνει τις παραδοσιακές διακρίσεις δεξιάς και αριστεράς. Πρόκειται για τη διάσταση ανάμεσα σε αγανακτισμένους και νεοαγανακτισμένους. Οι πρώτοι είναι γνωστοί. Ως νεοαγανακτισμένους περιγράφω όσους αρχικά αγανάκτησαν με τους αγανακτισμένους και στη συνέχεια εξοργίστηκαν από το ότι η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων δεν εφαρμόστηκε συστηματικά και δεν απέδωσε θετικό αποτέλεσμα. Κοινός τόπος και των δύο πόλων είναι η περίσσια αισθημάτων. Αγανάκτηση, οργή, απογοήτευση, θυμός, αποστροφή και ό,τι άλλο μπορεί να προστεθεί διέπει την ισχυρά πλειοψηφία των Ελλήνων. Αυτά τα αρνητικά αισθήματα απευθύνονταν αρχικά στην παλαιά Ελλάδα και ό,τι αυτή εκπροσωπούσε: φαυλότητα, μεροληψία, πελατειασμός, διαφθορά, αντιδραστικότητα. 

Στην πορεία της κρίσης μερίδα των αγανακτισμένων, αυτών που εξαρχής τάχθηκαν εναντίον της πολιτικής των μνημονίων, εμπλούτισε την παλέτα της με την ελπίδα, γεγονός που συγκίνησε μεγάλη μερίδα πολιτών και την κατέστησε πλειοψηφικό ρεύμα στο εκλογικό σώμα. Με κεντρικό σύνθημα την ελπίδα περιέγραψαν αδρά την Ελλάδα του αύριο. Οι νεοαγανακτισμένοι αντέταξαν την κοινή λογική, την νομιμότητα και τις μεταρρυθμίσεις, δίχως να πείσουν την πλειοψηφία. Η αντιπαράθεση αγανακτισμένων και νεοαγανακτισμένων εκφράζει σήμερα δύο κόσμους που βρίσκονται στους αντίποδες, που τα όσα τους ενώνουν έχουν παραμερισθεί και που υπερτονίζονται όσα τους χωρίζουν. Έχουν φτάσει να μην μιλούν την ίδια γλώσσα χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις με διαφορετικό τρόπο και δεν μπορούν να συνεννοηθούν. Η σύγκρουση αυτή, σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου, γέννησε ήδη μίσος, του οποίου καρπός θα είναι η βία. Σε μια Βουλή που οι βουλευτές της ενισχυμένης Χρυσής Αυγής θα έχουν απέναντί τους μια, σύμφωνα με την οπτική τους, κομμουνιστική κυβέρνηση, η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού λόγου και των πρακτικών δεν φαντάζει μακρινό ενδεχόμενο. Όπως οι αγανακτισμένοι ευφραίνονταν με τις αποτυχίες της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, έτσι και οι νεοαγανακτισμένοι επιχαίρουν πια με τα αδιέξοδα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Δεν μας περνά από το μυαλό ότι πρόκειται για αποτυχίες ή επιτυχίες της Ελλάδας, οι οποίες αφορούν εξίσου όλους μας.

Παρότι οι πρόσφατες εκλογές κατέγραψαν θεσμικά την πραγματικότητα, η κατάσταση δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς, αλλά για προβληματισμό. Εκείνο που με ανησυχεί είναι η περίσσια αισθημάτων που περιέγραψα, η οποία λειτουργεί υπονομευτικά προς την πρακτική λογική –και όχι την πολύφερνη από μέρους του πολιτικού κόσμου κοινή λογική. Έχουμε αποδείξει πάμπολλες φορές στην μακρά μας πορεία πάνω στον πλανήτη ότι μας διέπουν ως έθνος θερμοκεφαλία, παρορμητικότητα, άγνοια κινδύνου, ναρκισσισμός, αψίκορος εθνικισμός, έντονη ηθικολογία, διαρκής επίκληση κάποιων "δικαίων" της φυλής. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, διογκωμένα στα έσχατα όριά τους, εμφανίζονται ταυτόχρονα σήμερα. Η χώρα μας χρειάζεται θετική λύση στο πρόβλημά της, η οποία όμως δεν μπορεί να βρεθεί μέσα στο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί εντός της χώρας. Η συναισθηματική φόρτιση, η πίεση των καταστάσεων, η έλλειψη ψυχραιμίας και η αόριστη επίκληση κάποιας ελπίδας σπρώχνουν έντονα τους Έλληνες στην αναζήτηση διεξόδου, όχι λύσης. Όμως δεν έχουμε ανάγκη μια διέξοδο από το πρόβλημά μας, χρειαζόμαστε λειτουργική λύση. Ειδάλλως, θα ομοιάσουμε στους στρατιώτες που στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δίχως εντολή, πηδούσαν από τα χαρακώματα και θερίζονταν από τα πολυβόλα των αντιπάλων τους, επειδή δεν άντεχαν το τεράστιο ψυχολογικό βάρος της μακρόχρονης παραμονής τους μέσα στα χαρακώματα, υπό αντιξοότατες συνθήκες.

Το παρελθόν μας έχει αποδείξει ότι ως Έλληνες εστιάζουμε υπερβολικά στον τρόπο που γίνεται κάτι, στο πως, και όχι στο αποτέλεσμα της δράσης, στο τι. Συχνότατα παραβλέπουμε και υποτιμούμε τις πραγματικές μας νίκες και εστιάζουμε στις λεβέντικες ήττες. Ελάχιστοι, για παράδειγμα, εξυμνούν τη νίκη στο Μαραθώνα ή την Σαλαμίνα, οι οποίες υπήρξαν αποτέλεσμα δεινής στρατηγικής, λογικού σχεδίου και θάρρους. Για τις Πλαταιές ούτε γίνεται λόγος. Αντίθετα, υπερθεματίζουμε σε γεγονότα, όπως η μάχη στις Θερμοπύλες, που αποπνέουν αυτοθυσία και παλληκαριά, ασχέτως του αποτελέσματος. Σχεδόν κατά κανόνα αναγορεύουμε σε εθνικές επετείους γεγονότα καθόλα άξια ως μεμονωμένες πράξεις, αλλά σπανίως τιμούμε τις μεγάλες μας νίκες, εκείνα τα γεγονότα που, ενταγμένα σε μια αποτελεσματική, σώφρονα και τολμηρή στρατηγική, οδήγησαν σε πραγματικούς και όχι φαντασιακούς θριάμβους. Η μονομερής εμμονή στη στιγμή, έστω στη μεγάλη και ανεπανάληπτη στιγμή, συσκοτίζει το παρόν και αφαιρεί την προσοχή από το μέλλον.

Το συναισθηματικό βάρος που φέρουμε ως έθνος σήμερα καθιστά επιβεβλημένη μια διαδικασία εθνικής ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας: ειλικρινή και ενδελεχή διάλογο, ώστε να επιτύχουμε μέσω σύνθεσης το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Στην αναζήτηση λύσης και όχι απλής διεξόδου από την κρίση εχθρός είναι ο χειρότερός μας εαυτός, αυτός που κάθε μέρα αποκαλύπτουμε όλο και περισσότερο όχι οι εκτός Ελλάδας. Βυθιζόμενοι σ’ ένα νέο εθνικό διχασμό, η κατάσταση δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις. Ακόμα και αν μετά από καιρό σωθούμε, οι πληγές στο εσωτερικό δεν θα επουλωθούν εύκολα. Η χώρα χρειάζεται παράλληλα την φαντασία και την τόλμη της αριστεράς, αλλά και τη σύνεση της συντηρητικής παράταξης. Η μια, δίχως την άλλη, οδηγεί σε ατελέσφορους και επικίνδυνους δρόμους. Για να βρούμε τη βέλτιστη λύση απαιτείται λογικό, ολοκληρωμένο, κοστολογισμένο πλήρως –υλικά και άυλα- εθνικό σχέδιο, συνοδευόμενο από λεπτομερές και προβλεπτικό πλάνο εφαρμογής του. Σχέδιο που δεν θα βασίζεται σε μύχιες προσδοκίες, μαξιμαλισμούς κάθε είδους, ιδεολογήματα, επικοινωνιακά κόλπα όπως το dress code, ναρκισσιστικές εξάρσεις, ακκισμούς, δουλοπρέπεια, πεσιμισμό και παρορμητικές αντιδράσεις. Παρά την πρόσκαιρη χαρά και ανάταση που προκαλούν οι παράτολμες πράξεις, σημασία έχει να επιτευχθεί η τελική σωτηρία.

Ο ελληνικός λαός δεν χρειάζεται άλλες Θερμοπύλες, δεν τις αντέχει στην παρούσα φάση. Χρειάζεται μια Σαλαμίνα, ένα πραγματικό θρίαμβο, ο οποίος θα δίνει οριστική λύση και δεν θα προκαλεί μόνο θαυμασμό ως ηρωική και ανεπανάληπτη στιγμή αυθυπέρβασης. Η ελπίδα μπορεί να πεθαίνει τελευταία, αλλά η λογική είναι αθάνατη.

Γιώργος Στείρης

Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών