Νέος πλούτος
Του Γιώργου Βουλγαράκη
Η κλασικότερη, ίσως, διαφορά της οικονομικής πολιτικής ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία ήταν ανέκαθεν ο τρόπος δημιουργίας και διαχείρισης του πλούτου.
Οι μεν φιλελεύθερες πολιτικές προσέγγιζαν το ερώτημα «πώς δημιουργείται ο πλούτος» και στόχευαν στη δημιουργία μηχανισμών που θα διευκόλυναν την «ελεύθερη επιλογή», προκειμένου να παραχθεί.
Οι δε σοσιαλδημοκρατικές, που εμπιστεύονταν κυρίως τους μηχανισμούς τους κράτους, προσέγγιζαν περισσότερο τον τρόπο διανομής του στην κοινωνία.
Η παγκόσμια οικονομική ιστορία καταγράφει πλήθος παραδειγμάτων σύγκρουσης των δύο κορυφαίων ρευμάτων σκέψης και η οικονομική επιστήμη προσφέρει αναρίθμητες μελέτες για τα ζητήματα αυτά.
Οπως και να έχει το ζήτημα, το βέβαιο είναι ότι τόσο η δημιουργία πλούτου όσο και η κατανομή του στα μέλη της κοινωνίας φαίνεται ότι θα αποτελούν ένα πεδίο διαρκούς αντιπαράθεσης. Το ερώτημα που τίθεται είναι, στην Ελλάδα με τα γνωστά προβλήματα, ποια ακριβώς πρέπει να είναι η προσέγγιση; Η χώρα, προφανώς, πρέπει να διαχειριστεί τα των μνημονίων ή, όπως πρόσφατα αποκαλούνται πιο εύηχα, Brussels groups ή Athens groups. Και η αλήθεια είναι ότι οι πιεστικές ταμειακές ανάγκες της καθημερινότητας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια εναλλακτικών προσεγγίσεων. Υπάρχουν δεσμευτικά χρονικά ορόσημα και ποσά που πρέπει να εξευρεθούν.
Παρ’ όλα αυτά, η έξοδος της Ελλάδας από την παρατεταμένη κρίση δεν μπορεί να προέλθει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με τη δημιουργία νέου πλούτου. Πρέπει να μεγαλώσει η πίτα και όχι να κοπεί σε περισσότερα και μικρότερα κομμάτια. Η υπερφορολόγηση ενός λαού, που έχει προ πολλού εξαντλήσει τη φοροδοτική του δυνατότητα, δεν είναι σε θέση να λύσει κανένα απολύτως πρόβλημα. Οπως, επίσης, η εξεύρεση πόρων από το πουθενά, δίκην δημιουργικής ασάφειας, δεν προσφέρει απολύτως τίποτα.
Πολύ περισσότερο πολιτικές συνεπώς τύπου διορισμοί στο Δημόσιο, αυξήσεις μισθών, συντάξεων και λοιπών παροχών δεν έχουν την παραμικρή αξία στον βαθμό που δεν εδράζονται στα πραγματικά παραγωγικά δεδομένα της οικονομίας. Πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να αρχίσουν να μιλούν για ανάπτυξη και μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς, αλλά με πρακτικό τρόπο. Πρέπει να επανεκτιμηθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και να εκπονηθούν νέα σχέδια για την αξιοποίησή τους.
Είναι λογικό, για παράδειγμα, μια χώρα που περιβάλλεται από θάλασσα να μην έχει ναυπηγεία και την ίδια ώρα να έχουν βάλει «λουκέτο» σχεδόν όλες οι βιοτεχνίες σκαφών αναψυχής;
Μπορεί μια χώρα με τόσο πλούσια πολιτιστική κληρονομιά και ιστορία να μην έχει μια φιλοσοφική σχολή στην οποία να έρχονται φοιτητές απ’ όλο τον κόσμο; Να μην είναι σε θέση άνθρωποι που έρχονται από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα να επισκεφτούν τα μνημεία, διότι το προσωπικό απεργεί;
Ερωτήσεις, όπως αυτές, μπορούν να τεθούν εκατοντάδες.
Το ζήτημα είναι ότι τα θέματα αυτά απουσιάζουν εντελώς από τον δημόσιο διάλογο. Και απουσιάζουν, διότι οι απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν αν δεν αντιμετωπιστεί με θάρρος η παθογένεια μιας κουλτούρας που έχει οικοδομηθεί για δεκαετίες. Μιας κουλτούρας στηριγμένης στη λογική της ήσσονος προσπάθειας και στον από μηχανής θεό. Το δυστύχημα είναι ότι όσο η συζήτηση δεν ανοίγει τόσο το μέλλον της χώρας παραμένει αβέβαιο.