Spiegel: "Αναλυτικό σχέδιο για Grexit έχει έτοιμο το ΔΝΤ"
Αποκαλύπτει σχετικό non paper το γερμανικό περιοδικό
Ένα σχέδιο για Grexit φαίνεται πως έχει έτοιμο το ΔΝΤ, εκτιμώντας ότι μία αποχώρηση της Ελλάδας από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα θα ήταν «διαχειρίσιμη», αν και σε αυτήν την περίπτωση θα χρειάζονταν μέτρα προστασίας από κερδοσκοπικές επιθέσεις για ορισμένες «ευάλωτες χώρες», δηλαδή πιθανότατα την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Θεωρείται ωστόσο ότι τα κεφάλαια του μηχανισμού ESM, καθώς και τα νέα εργαλεία παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επαρκούν πλήρως για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες, όπως αναφέρει η "Deutsche Welle"
Αντιθέτως, για την Ελλάδα οι συνέπειες θα ήταν οδυνηρές, εκτιμούν οι ειδικοί του ΔΝΤ σύμφωνα με το Spiegel. Το περιοδικό κάνει λόγο για εμπιστευτικό non paper που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο στο ΔΝΤ με τίτλο «Η Ελλάδα μετά την αποχώρηση από το ευρώ».
Μεταξύ άλλων οι συντάκτες του non paper φέρονται να απορρίπτουν τη σύνδεση του μελλοντικού εθνικού νομίσματος με το ευρώ, ώστε μέσω της υποτίμησης να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμούν μάλιστα ότι η το νέο νόμισμα θα έμπαινε σε έναν κύκλο αλληλοτροφοδοτούμενων υποτιμήσεων: «καταναλωτές, επιχειρήσεις και επενδυτές θα προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν το νέο νόμισμα με αποτέλεσμα, λόγω του φόβου για την απώλεια της αξίας του, να την επιταχύνουν κιόλας». Επιπλέον η πενιχρή αξία του νέου νομίσματος στο εξωτερικό θα προκαλούσε δραματική αύξηση στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων και, τελικά, υπερπληθωρισμό.
Άτακτη χρεοκοπία σε τρία βήματα
Ως πιθανό σενάριο το Spiegel αναφέρει τα εξής: «Εάν η κυβέρνηση Τσίπρα δεν καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα (για την πληρωμή του ΔΝΤ), θα έρθει η άτακτη χρεοκοπία. Και ο ευρωπαϊκός μηχανισμός EFSF, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της χώρας, θα ήταν αναγκασμένος να κηρύξει άμεσα απαιτητά τα δικά του δάνεια, ύψους 130 δις ευρώ. Ο λόγος είναι ότι τα δάνεια αυτά είναι συνδεδεμένα με τα αντίστοιχα του ΔΝΤ. Κατά συνέπεια η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έβρισκε πλέον αγοραστές ούτε για τίτλους βραχείας διάρκειας, τα αποκαλούμενα T-Bills, με τα οποία καταφέρνει σήμερα να επιβιώσει». Σε αυτήν την περίπτωση δεν θα υπήρχε άλλη επιλογή παρά «να εκδώσει τίτλους για να πληρώσει προμηθευτές, συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους.
Οι ειδικοί αποκαλούν τους τίτλους IOUs,από την αγγλική έκφραση ʻI owe youʼ δηλαδή ʻσου χρωστάωʼ. Με αυτούς μπορεί κανείς (θεωρητικά) να πληρώσει το ρεύμα ή τη θέρμανση, αλλά και να κάνει τα ψώνια του. Λειτουργούν ως μέσα πληρωμής. Κατ΄αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα καθιέρωνε ένα παράλληλο νόμισμα».
Το Spiegel αφήνει να εννοηθεί ότι, ενώ ο ιδιωτικός τομέας και η ελεύθερη αγορά θα εξακολουθούσαν να λειτουργούν σε πρώτη φάση με ευρώ, στο Δημόσιο οι πληρωμές θα γίνονταν με αυτό το παράλληλο νόμισμα, το οποίο θα είχε μεν ονομαστική αξία σε ευρώ, αλλά «θεωρείται σίγουρο ότι πολύ σύντομα η πραγματική διαπραγμάτευσή του θα γίνεται σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής του αξίας. Αυτό δείχνει η εμπειρία από άλλες χρεοκοπημένες χώρες όπως η Αργεντινή προ δεκαετίας, όπου τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις δέχονταν τους τίτλους μόνο με έκπτωση (για τον καταστηματάρχη). (…) Στην Αργεντινή τα IOUs έχασαν μέχρι και το 70% της ονομαστικής αξίας τους. Ο λόγος είναι ότι προεξοφλούν την υποτίμηση ενός πιθανού νέου νομίσματος.
Προβληματισμός για bank run
To Spiegel υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ έχει ήδη ερευνήσει αυτό το σενάριο για την Ελλάδα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο ένας στους τρεις ‘Ελληνες θα πληρωνόταν με αυτούς τους «πληθωριστικούς» τίτλους. Πρόκειται προφανώς για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο όλοι οι ειδικοί συμφωνούν, υποστηρίζει το περιοδικό ότι «τα IOUs είναι μόνο μία ενδιάμεση λύση για μερικές εβδομάδες, ίσως για δύο-τρεις μήνες.
Γιατί δεν υποβοηθούν τον ήδη τραυματισμένο τραπεζικό τομέα της χώρας, αλλά αντιθέτως τον αποτελειώνουν. Μόλις κυκλοφορήσουν οι πρώτοι τίτλοι, οι Έλληνες θα ορμήσουν στις τράπεζες, προσπαθώντας να προστατέψουν τις οικονομίες που έχουν σε ευρώ. Εάν η κυβέρνηση θέλει να αποτρέψει την αποψίλωση των καταθέσεων, θα πρέπει να κλείσει προσωρινά τις τράπεζες και αν επιβάλει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων».