Του Γιώργου Ι. Δημητρομανωλάκη-Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Πριν από λίγες ημέρες, ο υπουργός Επικρατείας για την καταπολέμηση της Διαφθοράς, Παναγιώτης Νικολούδης, προχώρησε σε μια σημαντική αποκάλυψη μιλώντας στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ». Είπε, λοιπόν, ότι «η Ελλάδα από τη μη συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Βέρνης έχασε μια σημαντική προκαταβολή, ύψους τουλάχιστον 1,4 δισ. ευρώ, από τη φορολογία των καταθέσεων των Ελλήνων στις τράπεζες της Ελβετίας». Σε ερώτηση για το ποιος ευθύνεται γι’ αυτό, η απάντηση του έμπειρου εισαγγελέα ήταν «ρωτήστε και θα μάθετε».
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιος ευθύνεται που οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις (Παπανδρέου, Σαμαρά) από το 2010, εν μέσω πολιτικής και οικονομικής θύελλας, δεν υπέγραψαν την περίφημη συμφωνία με την ελβετική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όπως έκαναν άλλες χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Αυστρία.
Τα «Π» έκαναν μια μεγάλη έρευνα και μίλησαν με τους Ελληνες πρωταγωνιστές, αλλά και με εκπροσώπους του υπουργείου Οικονομικών στη Βέρνη.
Η μια πλευρά κατηγορεί την άλλη και ο ένας επιρρίπτει ευθύνες στον άλλο. Οι μεν Ελβετοί λένε ότι φταίει η Ελλάδα, οι δε Ελληνες ότι η Βέρνη έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.

ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Είναι γεγονός ότι από το 2010 κυρίως τέσσερις χώρες ξεκίνησαν συζητήσεις με τη Βέρνη, προκειμένου να φορολογηθούν οι αδήλωτες καταθέσεις των τραπεζών της Ελβετίας. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελλάδα. Τα συμφέροντα ήταν μεγάλα, αλλά τα λεφτά πολλά.
Από ελληνικής πλευράς, το θέμα (κατά σειρά) το χειρίστηκαν ο πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, Ηλίας Πλασκοβίτης, ο τέως υφυπουργός Οικονομικών, Γιώργος Μαυραγάνης, και ο σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά, Σταύρος Παπασταύρου.
Είναι γεγονός ότι από την αρχή των συζητήσεων οι Ελληνες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Ειδικά ο κ. Πλασκοβίτης, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ομάδας των διαπραγματεύσεων έως το 2012, ήταν σχεδόν βέβαιος ότι «θα πατήσουμε τους Ελβετούς στον λαιμό». Υπάρχουν καταγεγραμμένες δηλώσεις στον Τύπο, του στυλ «η συμφωνία υπογράφεται πολύ σύντομα». Προφανώς, η στρατηγική του ίδιου και των συνεργατών του ήταν τελείως λανθασμένη και δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα. Ο ίδιος όμως «επιβραβεύθηκε» και σήμερα εργάζεται στην Τράπεζα της Ελλάδος με μισθό, σύμφωνα με πληροφορίες, 10.000 ευρώ.
Στη συνέχεια, με την αλλαγή της κυβέρνησης, επιτελικό ρόλο ανέλαβε ο υφυπουργός Γιώργος Μαυραγάνης. Παράλληλα, κεντρικό ρόλο είχε και ο τότε σύμβουλος του πρωθυπουργού, Σταύρος Παπασταύρου, το όνομα του οποίου αναφέρεται στη λίστα της HSBC με μια κατάθεση περίπου 5,2 εκατ. δολαρίων.
Ενώ οι υπόλοιπες χώρες, όπως, για παράδειγμα, η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία (σ.σ.: Τελικά το Βερολίνο δεν υπέγραψε τη συμφωνία για εσωτερικούς λόγους) προχώρησαν σε μια συμφωνία με τη Βέρνη, η Ελλάδα έμεινε πίσω. Η Μεγάλη Βρετανία υπέγραψε και το Λονδίνο έλαβε μια μεγάλη προκαταβολή, ύψους 400 εκατ. ευρώ. Το ίδιο μοντέλο προσπάθησε να ακολουθήσει και η Αυστρία. Σε αντίθεση με ό,τι συμφωνήθηκε με τη Βρετανία, η συμφωνία της Ελβετίας με την Αυστρία, που άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2013, δεν προέβλεπε προκαταβολή. Ωστόσο, κατά τον πρώτο χρόνο της εφαρμογής της έρρευσαν στα αυστριακά ταμεία 700 εκατ. ελβετικά φράγκα, που αντιστοιχούσαν σε 550 εκατ. ευρώ.

ΑΝΩΝΥΜΙΑ

Με βάση αυτές τις συμφωνίες, οι καταθέτες που θέλουν στο μέλλον να παραμείνουν ανώνυμοι θα καταβάλλουν φόρο επί της «πηγής», αφού πρώτα θα αφαιρείται το μέρος του κεφαλαίου, ώστε να διατηρούν την ανωνυμία τους για τα προηγούμενα χρόνια.
Παρ’ όλ’ αυτά, η ελληνική πλευρά φαίνεται ότι ακολούθησε μια λανθασμένη στρατηγική. Επέμενε στην ανάγκη να υπάρξει προκαταβολή, καθώς επεδίωκε να εμφανίσει κάποιο «έπαθλο» στις διαπραγματεύσεις με τους Ελβετούς. Ο κ. Μαυραγάνης λέει σήμερα ότι «εμείς δεν υποχωρήσαμε στα αιτήματα τα οποία είχαν σχέση με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων μας. Δεν θα κάναμε ποτέ μια συμφωνία, αν η συμφωνία αυτή δεν ήταν προς όφελος της Ελλάδος. Είχαμε θέσει το πλαίσιο και υπάρχει αυτό το πλαίσιο σε δύο συμφωνίες που υπέγραψε η Ελβετία, για να μπορέσει μια τέτοια συμφωνία να είναι και λειτουργική και προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων».
Η ελβετική πλευρά, πάντως, θεωρεί, όπως εξηγεί κορυφαίο στέλεχος του ελβετικού υπουργείου Οικονομικών, που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, ότι «η Ελλάδα έκανε λάθος και καθυστέρησε να συμφωνήσει με τη Βέρνη. Δείτε το παράδειγμα της Αυστρίας. Δεν θα λάμβανε κάποια προκαταβολή, αλλά στη συνέχεια πήρε 550 εκατ. ευρώ, χρήματα που θα μπορούσε να πάρει και η ελληνική κυβέρνηση ήδη από τον πρώτο χρόνο της συμφωνίας».

Από τη Βέρνη παραπέμπουν στο 2018
Ελλάδα και Ελβετία θα μπορούσαν να έχουν συμφωνήσει για τις καταθέσεις του παρελθόντος σε έναν «φόρο στην πηγή» και στη συνέχεια σε ανταλλαγή πληροφοριών, στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ. «Για όσα εισοδήματα φορολογούνται στην Ελλάδα...», υπογραμμίζει, όμως, ελβετική πηγή, που γνωρίζει λεπτομέρειες των σχετικών συζητήσεων. Η διευκρίνιση αυτή έχει να κάνει, για παράδειγμα, με εισοδήματα από εφοπλιστική δραστηριότητα, που αποτελούν μεγάλο τμήμα των ελληνικών καταθέσεων σε ελβετικές τράπεζες και θα εξακολουθήσουν -ακόμη και στην περίπτωση του «φόρου στην πηγή»- να είναι αφορολόγητα.
Το μέγα ζήτημα που προκύπτει είναι αν μπορούν η Αθήνα και η Βέρνη να υπογράψουν μια νέα συμφωνία μέσα στο έτος. Πηγές που πρόσκεινται στο ομοσπονδιακό υπουργείο της Βέρνης θεωρούν ότι κάτι τέτοιο πλέον είναι ανέφικτο. Ούτως ή άλλως, από το 2018 οι ελβετικές Αρχές θα ενημερώνουν την Αθήνα μία φορά τον χρόνο για όλες τις καταθέσεις των Ελλήνων στις τράπεζες της χώρας αυτής. Με ονόματα και υπόλοιπα καταθέσεων… Επί της ουσίας, για μία ακόμα φορά η Ελλάδα έχασε…