Μετά από μια εξαετία έντονων ανακατατάξεων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με το ΑΕΠ στην Ελλάδα να έχει υποχωρήσει από το 2009 κατά 25,8%, την ανεργία να έχει διαμορφωθεί στο υψηλότερο επίπεδο εντός της Ε. Ε. 26,1% το 2014, τις υπέρμετρες φορολογικές επιβαρύνσεις, την κατακόρυφη πτώση κατά 36,9% του διαθέσιμου εισοδήματος και την ανύπαρκτη ρευστότητα, είναι σαφές ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει πληγεί σοβαρά. Γι αυτό η επιλογή που υπάρχει είναι μόνο μία, να υιοθετηθεί μια εθνική πολιτική για την ανάπτυξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας, με έμφαση στις ΜμΕ που τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν προβλήματα σε βαθμό δυσανάλογα μεγαλύτερο.

Αν και οι ραγδαίες εξελίξεις δεν προσφέρονται για την εξαγωγή αξιόπιστων στατιστικών δεδομένων, στην Ελλάδα το διάστημα της ύφεσης διέκοψαν τη δραστηριότητά τους περίπου 250 χιλ. ΜμΕ. Την ίδια περίοδο, η Ακαθάριστη Αξία των ΜμΕ σημείωσε κάμψη κατά 38,2%. Ειδική αναφορά χρειάζεται να γίνει στον κλάδο του εμπορίου στον οποίο τη πενταετία καταγράφεται πολύ μεγάλη πτώση του κύκλου εργασιών σε όλες τις συνιστώσες του (λιανικό -26,2%, χονδρικό -37,1% και αυτοκίνητα -61,9%). Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι διαπιστώνεται μία ιδιαίτερα δυσμενής συνθήκη για την ελληνική οικονομία.

Η ανάκαμψη της οικονομίας θα επιτευχθεί μέσα από στοχευμένες ενέργειες ώστε να υπάρξει σταθεροποίηση της κατανάλωσης και να διαμορφωθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για αύξηση της παραγωγικότητας και για προσέλκυση επενδύσεων. Είναι θεμελιώδες να διασφαλιστεί ένα νέο σταθερό, κοινωνικά δίκαιο και αξιόπιστο φορολογικό σύστημα, που θα είναι φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και θα προβλέπει την εξάλειψη των έκτακτων φορολογικών μέτρων, προσαρμόζοντας τα φορολογικά βάρη στα πρότυπα των χωρών της Ευρωζώνης. Σʼ αυτή την

κατεύθυνση ο εκσυγχρονισμός της φορολογικής διοίκησης είναι απαραίτητος, όπως και ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Επίσης πρέπει να βελτιωθούν οι όροι χρηματοδότησης των ΜμΕ για να κατορθώσουν να δημιουργήσουν πλούτο και να ενισχύσουν και τα δημόσια ταμεία. Υπάρχουν ευρωπαϊκά προγράμματα και υπάρχει και η διαρκής πρόταση της ΕΣΕΕ για τη δημιουργία Τράπεζας ΜμΕ. Επιπλέον πρέπει να ενισχυθεί η εξωστρέφεια της ελληνικής επιχειρηματικότητας, η αξιοποίηση της τουριστικής και ναυτιλιακής δραστηριότητας και της ναυπηγοεπισκευής, να αξιοποιηθούν οι καλές πρακτικές από το εξωτερικό αλλά και να αναδειχθούν τα ιδιαίτερα προϊόντα της χώρας.

Η ανάπτυξη, ωστόσο, προϋποθέτει κάτι ακόμα βασικότερο, την ανατροπή στερεοτύπων και πρακτικών βαθιά ριζωμένων στην επιχειρηματική ελληνική κουλτούρα. Στερεότυπα και πρακτικές που έφεραν την ελληνική επιχειρηματικότητα πολλές φορές αντιμέτωπη με την προχειρότητα, την αποσπασματικότητα, τη μυωπική επιλογή του σήμερα σε βάρος του αύριο και εν τέλει την εγκλώβισαν στο καβούκι της. Δεν αρκούν δηλαδή μόνο μέτρα πολιτικής που θα στοχεύουν στη διαμόρφωση του φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Δεν αρκεί μόνο η ανάπτυξη δομών υποστήριξης της επιχειρηματικότητας, η ολοκλήρωση των μεγάλων έργων που θα ανοίξουν νέους επιχειρηματικούς δρόμους ή διευκόλυνση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση με σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία από ένα υγειές και ασφαλές τραπεζικό σύστημα.

Ο νέος χαρακτήρας που καλείται να αποκτήσει σήμερα η ελληνική επιχειρηματικότητα χρειάζεται κυρίως να αποβάλει κάθε στοιχείο ατομικισμού και να ενισχύει τη συλλογικότητα. Χρειαζόνται δίκτυα που θα δώσουν στην ελληνική μικρομεσαία επιχειρηματικότητα καθοριστική ώθηση στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά και θα διαμορφώσουν τις νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας. Η μικρομεσαία επιχείρηση, που θα αξιοποιήσει σύγχρονα συνεργατικά πρότυπα, θα προσανατολιστεί στην καινοτομία και θα υλοποιήσει παραγωγικές επενδύσεις μακριά από την επιδοματική κουλτούρα που είχε αναπτυχθεί τα προηγούμενα χρόνια, θα είναι αυτή που θα στηρίξει τον παραγωγικό ιστό της χώρας συμβάλλοντας και καθορίζοντας το νέο αναπτυξιακό εθνικό σχέδιο. Είναι κρίσιμο στην παρούσα συγκυρία των μεγάλων αλλαγών, όλοι οι θεσμικοί φορείς της αγοράς να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν, με όποια μέσα διαθέτει ο καθένας, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να να στραφούν σε κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, να προωθήσουν τη δικτύωση και τη δημιουργία συσπειρώσεων, να υιοθετήσουν μεθόδους ποιοτικής αναβάθμισης των παραγόμενων προϊότνων και υπηρεσιών, να αξιοποιήσουν περιβαλλοντικές φιλικές μεθόδους για τη λειτουργία τους, και κυρίως να επενδύσουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού.

Άλλο ένα ζήτημα προς επίλυση είναι ότι οι επιχειρηματίες δεν έχουν ούτε την κατάλληλη πληροφόρηση, ούτε την κατάλληλη υποστήριξη από το κράτος σχετικά με την πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης, σε θέματα μεταφοράς τεχνολογίας και καινοτομίας, σε θέματα ευρωπαϊκής/εθνικής νομοθεσίας και πολιτικής, σε διαδικαστικά θέματα συμμετοχής και υλοποίησης δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας. Το νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται να υιοθετήσει η χώρα για να αλλάξουν τα πράγματα προς μία πιο θετική κατεύθυνση απαιτεί να έρθουν σε επικοινωνία και συνεργασία όλες οι υγιείς δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας. Αυτές που θέλουν να ανατρέψουν τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα και να προσφέρουν ελπίδα και προοπτική στις επόμενες γενιές. Αυτό που απομένει τώρα είναι η παγίωση ενός σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος που θα απελευθερώσει όλες αυτές τις δυνάμεις να αντιμετωπίσουν όλες τις σύγχρονες προκλήσεις, να δουλέψουν και να παράξουν εθνικό πλούτο.