Στο κατώφλι της επενδυτικής σύγκλισης με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες θα επιδιώξει να βρεθεί η Ελλάδα το 2026, σε μια χρονιά που οι μηχανές του Ταμείου Ανάκαμψης πρόκειται να σβήσουν. Το έτος αυτό αναμένεται να αποτελέσει το μεγαλύτερο «κρας τεστ» για τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής πορείας, καθώς τα «εύκολα» ευρωπαϊκά κεφάλαια των επιδοτήσεων αποσύρονται και ενεργά θα παραμείνουν μόνο τα δάνεια.

Διαβάστε: Σούπερ μάρκετ: Ποια προϊόντα κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις και μειώσεις τιμών τον Οκτώβριο


Το μεγάλο στοίχημα για τις ελληνικές επενδύσεις

Το μεγάλο στοίχημα είναι η συρρίκνωση του επενδυτικού κενού απέναντι στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η διαφορά των ελληνικών επενδύσεων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που σήμερα ξεπερνά τις 5 ποσοστιαίες μονάδες, αναμένεται να περιοριστεί στις 2,9 μονάδες το 2026 - το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Οι επενδυτικές δαπάνες ακολουθούν σταθερά ανοδική πορεία από το 2019, όταν αντιστοιχούσαν μόλις στο 11% του ΑΕΠ. Σήμερα φθάνουν στο 15,3%, ενώ οι προβλέψεις για το 2026 κάνουν λόγο για άνοδο στο 18% του ΑΕΠ - το υψηλότερο ποσοστό από το 2009, που μεταφράζεται σε περίπου 47 δισ. ευρώ επενδυτικής δαπάνης, σε μια οικονομία που αναμένεται να αγγίξει τα 261 δισ. ευρώ.

Η επίτευξη αυτού του στόχου θα σηματοδοτήσει μια ιστορική μεταστροφή, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από 15 χρόνια η χώρα θα πλησιάσει τον ευρωπαϊκό πήχη των επενδύσεων, ο οποίος σήμερα ανέρχεται στο 21,2% του ΑΕΠ. Πρακτικά, το 2026 θα είναι η χρονιά της πιο κρίσιμης επενδυτικής αναμέτρησης, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το προσχέδιο του νέου Προϋπολογισμού, ο οποίος προβλέπει επενδυτικό άλμα 10,2% το 2026, έναντι 5,7% το 2025, με τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων να εκτοξεύονται στα 17 δισ. ευρώ.

Η απορρόφηση των πόρων

Κομβικό ρόλο στη νέα επενδυτική πολιτική αναλαμβάνει η ενίσχυση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων και εξαγορών (cross-border M&As), όπως έχει ήδη επισημάνει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που, σύμφωνα με τις εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα, μπορεί να λειτουργήσει ως επιταχυντής της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, υπό την προϋπόθεση ότι θα αρθούν τα εμπόδια που εξακολουθούν να υφίστανται εντός της ενιαίας αγοράς.

Σύμφωνα με τον υπουργό, τα εμπόδια αυτά λειτουργούν ως «αόρατοι δασμοί» που φθάνουν έως 110% στις υπηρεσίες και 45% στη μεταποίηση. Η άρση τους μπορεί να απελευθερώσει κεφάλαια, τεχνογνωσία και συνέργειες, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εφαρμογής της στρατηγικής αυτής αποτελούν η πρόταση εξαγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τη Euronext, η αύξηση του ποσοστού της UniCredit στην Alpha Bank και η εξαγορά της HSBC Malta από την Credia Bank.

Κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία του επενδυτικού στόχου είναι η έγκαιρη απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων. Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι απαιτείται εντατικοποίηση των προσπαθειών για την εκταμίευση και αξιοποίηση των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προς τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να διατηρηθούν οι προβλεπόμενοι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων κατά την περίοδο 2025-2026. Κάθε καθυστέρηση μειώνει την αποτελεσματικότητα των πόρων και περιορίζει τη δυνατότητα της οικονομίας να σταθεί στα πόδια της μετά τη λήξη των ευρωπαϊκών ενισχύσεων.

Ρευστότητα και στήριξη στον ιδιωτικό τομέα

Αν και το 2026 ολοκληρώνεται η περίοδος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, τα δάνεια του μηχανισμού θα συνεχίσουν να εκταμιεύονται μέσω των τραπεζών έως το 2028, παρέχοντας ρευστότητα και στήριξη στον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει μόνιμη αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 500 εκατ. ευρώ ετησίως, με εθνικούς πόρους που θα προέρχονται από τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία κινούνται πάνω από τους επίσημους στόχους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Προϋπολογισμός του 2025 προβλέπεται να εμφανίσει πλεόνασμα 3,6% του ΑΕΠ, έναντι επίδοσης 4,8% του ΑΕΠ το 2024. Για το 2026, ο πήχης έχει τεθεί στο 2,8% του ΑΕΠ.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η αξιοποίηση των τριών νέων ευρωπαϊκών Ταμείων -του Κοινωνικού Κλιματικού, του Ταμείου Εκσυγχρονισμού και του Ταμείου Απανθρακοποίησης Νήσων-, καθώς και οι νέες μορφές χρηματοδότησης με φορολογικά κίνητρα και ταχείες αδειοδοτήσεις που προβλέπει ο νέος αναπτυξιακός νόμος. Στόχος, όπως αναφέρουν υψηλόβαθμες πηγές του υπουργείου, είναι να εξασφαλιστεί μια «ομαλή μετάβαση» στην εποχή μετά το Ταμείο Ανάκαμψης και να αποφευχθεί οποιαδήποτε «επενδυτική κενότητα» την περίοδο από το 2027 και μετά, καθώς τον Αύγουστο του 2026 το Ταμείο Ανάκαμψης φτάνει στο τέλος του.

Βασικό ζητούμενο η σταθερότητα του φορολογικού περιβάλλοντος

Πέρα από τα χρηματοδοτικά εργαλεία, βασικό ζητούμενο παραμένει η σταθερότητα του φορολογικού περιβάλλοντος, η επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων και η πρόοδος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε οι επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα διαθέσιμα κεφάλαια. Οι ίδιοι παράγοντες τονίζουν ότι οι ξένοι επενδυτές παρακολουθούν με προσοχή την ελληνική οικονομία, αποτιμώντας τη σταθερότητα, τη συνέπεια και την προβλεψιμότητα της πολιτικής. Η εμπιστοσύνη τους θεωρείται κρίσιμη για τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, όπου η Ελλάδα θα στηρίζεται όλο και περισσότερο στις δικές της δυνάμεις και στην επενδυτική της ωριμότητα.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά