Του Μάνου Οικονομίδη (Twitter@EmOikonomidis)


Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, που έχει (αυτο) εκπαιδευτεί να προσεγγίζει με ασυγχώρητη επιπολαιότητα τα θέματα που καθορίζουν τη ζωή της, οι πάσης φύσεως και παντός καιρού "κερδοσκόποι”, βρήκαν τη χαρά τους, στα χρόνια του Μνημονίου.

Στα χρόνια της μεγάλης, σύνθετης και πολυεπίπεδης κρίσης, όχι φυσικά και όχι μόνο κρίσης οικονομικής, αλλά μάλλον πρωτίστως κρίσης αξιών, κρίσης ηθικής, κρίσης εθνικών προτεραιοτήτων, η εθνική επιπολαιότητα που μας διακρίνει ως λαό αποτέλεσε “πρώτη ύλη” για όσους γνωρίζουν να κερδίζουν από την άγνοια και τη δυστυχία των άλλων.

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει από το Μνημόνιο του 2010 ότι χρεοκοπούμε; Ότι δεν θα υπάρξει επόμενη μέρα; Ότι η Ευρώπη μας εγκαταλείπει; Ποιό ήταν το πρακτικό αποτέλεσμα; Οι Έλληνες να σηκώνουν με… φρενήρεις ρυθμούς τις (όποιες) καταθέσεις τους από τις τράπεζες, το τραπεζικό σύστημα να βυθίζεται σε μη αναστρέψιμη μαύρη τρύπα ρευστότητας, και όλα να είναι… περισσότερο εύκολα για όσους κερδοσκοπούν εις βάρος της Ελλάδας.

Το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή να κερδίσουν κάποιοι… πονηροί, είχε και η αντίθετη διασπορά ειδήσεων που εκ των υστέρων αποδείχτηκαν μη αληθείς. Ότι όλα πηγαίνουν καλά. Ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ότι η ζωή συνεχίζεται, περίπου με όρους ευδαιμονίας της προ Μνημονίων εποχής.

Και στις δυο περιπτώσεις το διακύβευμα του τζόγου ήταν και παραμένει μεγάλο. Στην πρώτη, επειδή το παιχνίδι γίνεται στο εξωτερικό, τα ποσά που διακινούνται είναι εκ των πραγμάτων πολύ μεγαλύτερα. Στη δεύτερη, άντε να… τσιμπήσουν κάτι όσοι παραμένουν εκλωβισμένοι στο Ελληνικό Χρηματιστήριο.

Και στις δυο περιπτώσεις ωστόσο, το τίμημα είναι βαρύ για την ελληνική κοινωνία. Σε επίπεδο ουσίας, αλλά και συλλογικής ψυχολογίας. Επειδή μάλιστα είμαστε πρωτίστως λαός ψυχολογίας, οι παρενέργειες έχουν σχεδόν μόνιμα, και σε κάθε περίπτωση διαβρωτικά χαρακτηριστικά.

Υπάρχει αντίδοτο ή εναλλακτικές οχυρώσεις άμυνας σε αυτή την πραγματικότητα; Η ζωή απαντάει αρνητικά. Επειδή είναι κυρίως θέμα νοοτροπίας. Δεν θα σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε επιφανειακά κάθε κρίσιμο ζήτημα που μας αφορά. Να επηρεαζόμαστε άκριτα, χωρίς να κάνουμε τις… εύγλωττες ερωτήσεις: Ποιός λέει, γράφει ή διακινεί κάτι.

Όταν στο “ποιός” δώσουμε συγκεκριμένη ταυτότητα, το επόμενο στάδιο θα είναι να καταλάβουμε το “γιατί”. Και στην καλύτερη περίπτωση, να μάθουμε έτσι να μην επηρεαζόμαστε.

Δεν θα συμβεί φυσικά ποτέ. Ας το παραδεχτούμε ωστόσο. Και ας το καταγράψουμε.