Με την πρόταση για σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας να έχει ολοκληρωθεί και να παρουσιάζεται αύριο στην ελληνική κυβέρνηση η Κριστίν Λαγκάρντ ενημερώνει το ΔΣ του ΔΝΤ.

Σύμφωνα με το Dow Jones Newswires, στην έκτακτη συνεδρίαση, η επικεφαλής του Ταμείου θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύσκολες ερωτήσεις από τα μέλη του ΔΝΤ τα οποία ασκούν έντονη κριτική στα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας.

Κρίνεται το μέλλον της Λαγκάρντ;

Στην αντιπαράθεση με την Αθήνα για το χρέος «παίζεται» και το μέλλον της διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, αναφέρει σε δημοσίευμά της η αυστριακή εφημερίδα «Der Standard», σημειώνοντας ότι το ΔΝΤ για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει με δισεκατομμύρια την Ελλάδα άλλαξε τους κανόνες του και έκλεισε σφικτά και τα δύο του μάτια.

Όπως παρατηρεί αρχικά στην ανάλυσή του με τίτλο «Γιατί η Λαγκάρντ πρέπει να φοβάται το Grexit» ο οικονομικός συντάκτης της εφημερίδας Αντράς Σιγκέντβαρι, έπειτα από αμέτρητες ψευδείς πληροφορίες για επικείμενη χρεοκοπία, φαίνεται τώρα να επίκειται πραγματικά μια στάση πληρωμών της Ελλάδας, που θα πρέπει να πληρώσει μέχρι τέλος Ιουνίου 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ στο ΔΝΤ, με την πρώτη δόση των 300 εκατομμυρίων να πρέπει να πληρωθεί την Παρασκευή και την ελληνική κυβέρνηση να δηλώνει ότι δεν μπορεί από μόνη της να βρει αυτά τα χρήματα.

«Η Ελλάδα χρειάζεται λοιπόν επειγόντως ένα νέο δάνειο δισεκατομμυρίων από τις υπόλοιπες χώρες του ευρώ και από το ΔΝΤ, για να αποπληρώσει χρέη της ακριβώς απέναντι σε αυτούς τους δανειστές και αυτή είναι μία από τις αντιφάσεις της τρέχουσας κρίσης, ενώ ένα άλλο παράδοξο είναι το ερώτημα για ποιόν θα ήταν χειρότερη μία στάση πληρωμών της Αθήνας, για την Ελλάδα ή για τους δανειστές της. Αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί και τόσο ξεκάθαρα, επειδή και η ηγεσία του ΔΝΤ περί την Κριστίν Λαγκάρντ θα πρέπει να φοβάται τις συνέπειες των ελληνικών αναταράξεων, και αυτό συνδέεται με τον αριθμό 50, τα αρχικά DSA και χώρες όπως Βραζιλία, Ιταλία, Ρωσία και Σαουδική Αραβία», γράφει ο συντάκτης, δίνοντας στη συνέχεια τις σχετικές εξηγήσεις :

Το Μάιο του 2010 το ΔΝΤ αποφάσισε να συμμετάσχει στην έκτακτη βοήθεια προς την Ελλάδα με 30 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό - ρεκόρ, καθώς το Ταμείο στην 70χρονη ιστορία του ποτέ δεν είχε παραχωρήσει σε μια χώρα ένα τόσο υψηλό δάνειο, με το οποίο όμως το ΔΝΤ, υπό την τότε ηγεσία του Ντομινίκ Στρος - Καν, δεν έσωσε μόνον την Ελλάδα από τη χρεοκοπία αλλά, το Ταμείο - το οποίο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 δεν είχε καν εμφανιστεί ως δανειστής - επέστρεφε ως παίκτης και εξασφάλιζε με τον τρόπο αυτό την επιρροή του στην Ευρώπη.

Για να μπορέσει όμως να παίξει τον πυροσβέστη στην κρίση, ο Στρος - Καν έπρεπε να αμβλύνει τους κανόνες, καθώς για να συμμετάσχει το ΔΝΤ σε μεγάλες οικονομικές επιχειρήσεις πρέπει να εκπληρώνονται τέσσερις προϋποθέσεις, και μια από αυτές υπαγορεύει ότι το δημόσιο χρέος της εκάστοτε χώρας θα πρέπει να είναι με μεγάλη πιθανότητα βιώσιμο.

Άρα, συνεχίζει το δημοσίευμα, οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ θα έπρεπε το 2010 να εξακριβώσουν πως η Ελλάδα ούτε υπερχρεωμένη είναι, ούτε η χώρα απειλείται με υπερχρέωση, κάτι που όμως ήταν αδύνατο, γι’ αυτό και ο κανόνας διευρύνθηκε με μια παράγραφο, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται να δοθούν χρήματα ακόμη και αν η κρίση απειλεί να εξαπλωθεί.

Αυτή την επιλογή, δηλαδή συμμετοχή του ΔΝΤ σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι, υιοθέτησε η Κριστίν Λαγκάρντ, διαδεχόμενη τον Ιούλιο του 2011 στην ηγεσία του ΔΝΤ τον Στρος - Καν, ο οποίος παραιτήθηκε έπειτα από ένα σεξουαλικό σκάνδαλο.

Στη συνέχεια της ανάλυσής του, ο Αντράς Σιγκέντβαρι, αναφέρεται σε ένα από τους βασικούς κανόνες της εκταμίευσης χρημάτων από το ΔΝΤ, που ορίζει πως κάθε φορά προτού γίνει έμβασμα έστω και ενός λεπτού του ευρώ, απαιτείται η αποκαλούμενη DSA (debt sustainability analysis), δηλαδή η εξακρίβωση αν η εκάστοτε χώρα επιτρέπεται να λάβει χρήματα, ή στην πραγματικότητα είναι ήδη χρεοκοπημένη.

Από το Μάιο του 2010, έως τον Ιούνιο του 2014, το ΔΝΤ επιβεβαίωνε ανά τρίμηνο τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας - παρόλο που η χώρα από την έναρξη του προγράμματος ήταν για τους περισσότερους ειδικούς «de facto» χρεοκοπημένη - κάτι που, όπως αναφέρουν διπλωμάτες στην Ουάσινγκτον, ήταν δυνατό μόνον γιατί οι ειδικοί του Ταμείου ήταν υπερβολικά γενναιόδωροι στις προβλέψεις τους για την οικονομική εξέλιξη, υπολογίζοντας για παράδειγμα το καλοκαίρι του 2011 ότι η Ελλάδα θα εισέπραττε τα επόμενα τέσσερα χρόνια 50 δισεκατομμύρια ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις και στην πραγματικότητα εισέπραξε μόλις πέντε δισεκατομμύρια.

Όπως σημειώνει ο συντάκτης, η κ. Λαγκάρντ δεν είναι η μόνη υπεύθυνη για την ευρεία ερμηνεία των κανόνων του ΔΝΤ, καθώς κάθε έμβασμα του Ταμείου πρέπει να εγκριθεί από το 25μελές διευθυντήριο του, ωστόσο αυτό ενεργεί βάση των συστάσεων του επικεφαλής του, και, όπως αναφέρει ένας διπλωμάτης στην Ουάσινγκτον, «η Λαγκάρντ ήξερε πώς να το επηρεάσει για να πάρει πράσινο φως».

Ως εκ τούτου, όταν η κ. Λαγκάρντ ισχυρίζεται τώρα ότι δεν μπορεί να υπάρξει βεβιασμένη και τσαπατσούλικη συμφωνία με την Αθήνα, γιατί θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά οι κανόνες του ΔΝΤ, λέει τη μισή αλήθεια, γιατί όταν θεωρούνταν σκόπιμο οι κανόνες του ΔΝΤ παρακάμπτονταν και αυτό έχει οδηγήσει σε δυσαρέσκεια στο εσωτερικό του Ταμείου, και τώρα μαζί με την Ινδία και τη Βραζιλία, τη στάση της κ. Λαγκάρντ επικρίνει και η Ρωσία, εκτιμά ο συντάκτης.

Σύμφωνα με τον Αντράς Σιγκέτβαρι, αν η Ελλάδα δεν πλήρωνε έγκαιρα τη δόση στο ΔΝΤ αρχικά δεν θα συμβεί τίποτε σοβαρό, το Ταμείο θα έπρεπε να αρχίσει συζητήσεις μαζί της και προειδοποιήσεις, ωστόσο αυτό θα δημιουργούσε προηγούμενο για άλλους οφειλέτες του, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται, καθώς κάποιες από τις χώρες - μέλη του ΔΝΤ θα πρέπει να φοβούνται για τα χρήματά τους αν δεν υπάρξει συμφωνία με την Αθήνα.

Και αυτό θα συμβεί διότι το Ταμείο δίνει χρήματα σε χώρες με οικονομικά προβλήματα, παίρνοντάς τα από χώρες που είναι σε καλή κατάσταση, και άρα εάν δεν αποπληρώνεται το ίδιο δεν μπορεί να επιστρέψει αυτά τα χρήματα που δανείστηκε από κάποιες άλλες χώρες - μέλη του, στις οποίες συγκαταλέγονται όχι μόνο οι μεγάλες χώρες του ευρώ, όπως η Γερμανία, αλλά και χώρες εκτός Ευρώπης, όπως οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, η Ινδία και η Ρωσία, καταλήγει η ανάλυση της Der Standard.