«…Μετά από τέσσερις μήνες εντατικών διαπραγματεύσεων, η ελληνική οικονομία και αγορά βρίσκονται σήμερα και πάλι στο σημείο μηδέν, καθώς, όπως διαφαίνεται, έως τώρα, τόσο οι θεσμοί, όσο και η ελληνική κυβέρνηση, με το επώδυνο πακέτο των προτάσεών τους, δεν έχουν τη δυνατότητα, να επιλύσουν το γρίφο της οικονομικής κρίσης και κατ’ επέκταση των επιπτώσεών της στη Χώρα μας, που κατά γενική ομολογία ενέτειναν οι μνημονιακές πολιτικές της προηγούμενης πενταετίας. Διαπιστώνουμε μάλιστα ότι η "μαύρη λίστα" των μέτρων που μας προτείνουν για να κλείσει η συμφωνία, δεν είναι άλλη από αυτή της 5ης αξιολόγησης του προγράμματος.

Ειδικότερα, η πρόταση των 47 σελίδων, που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στους δανειστές, με στόχο την είσπραξη επιπλέον 2, 34 δις ευρώ τη διετία 2015- 2016, προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής: τρείς συντελεστές Φ.Π.Α. 6%, 11%, 23%, αύξηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τους φορολογούμενους με εισοδήματα, άνω των 30.000 ευρώ, αύξηση του φόρου πολυτελούς διαβίωσης, φόρο στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, πρωτογενές πλεόνασμα 0, 6% του Α.Ε.Π. για το 2015, 1,5% του Α.Ε.Π. το 2016, στο 2,5% για το 2017 και στο 3,5% του Α.Ε.Π. το 2018. Επιπροσθέτως, προτείνεται έκτακτη εισφορά στις επιχειρήσεις, με συντελεστή 5% για καθαρά κέρδη έως 10 εκατ. ευρώ, 7% για κέρδη από 10 έως 25 εκατ. ευρώ, 10% για καθαρά κέρδη, άνω των 25 εκατ. ευρώ. Παρόλο που η κυβέρνηση υποστηρίζει, ότι θα εισπράξει συνολικά, σχεδόν 1 δις από το φόρο στις μεγάλες επιχειρήσεις, οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου εκφράζουμε την έντονη αντίθεσή μας, διότι, οι περισσότερες επιχειρήσεις θα κληθούν να πληρώσουν 1,1 δις ευρώ πρόσθετους φόρους και με μαθηματική ακρίβεια, η επιβολή ενός νέου, έκτακτου τέλους, θα οδηγήσει στην καταστροφή,όσες επιχειρήσεις έχουν απομείνει στον τόπο και υπομείνει τις διαρκείς φορολογικές υπερβολές των τελευταίων ετών.

Από την πλευρά τους, οι δανειστές έχουν προτείνει, εκτός των άλλων: αύξηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος από το 80% στο 100% για τις ανώνυμες εταιρείες και αύξηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος από το 55% στο 100% για όλες τις ατομικές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες γεγονός, που σηματοδοτεί μία νέα, δυσβάσταχτη φορολογική επιβάρυνση. Επίσης, δύο συντελεστές, 11% για τρόφιμα, φάρμακα και ξενοδοχεία, με συνέπεια την αύξηση των τιμών των συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών κατά 4,22% και 23% για όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες, δηλαδή αυτομάτως αυξάνονται για παράδειγμα τα τιμολόγια ΔΕΚΟ, πλήττοντας κατά μείζονα λόγο, εμπορικές, τουριστικές, μεταποιητικές επιχειρήσεις, αλλά και τα νοικοκυριά.

Ακόμη, προτείνεται η κατάργηση του επιδόματος θέρμανσης για τα νοικοκυριά, της προκαταβολής φόρου 26% επί των δαπανών, που καταβάλλουν οι ελληνικές επιχειρήσεις σε εταιρείες, που εδρεύουν σε χώρες προνομιακού φορολογικού καθεστώτος, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ. Δηλαδή, οι θεσμοί ζητούν πρόσθετα μέτρα 3 δις ευρώ για να μετουσιωθεί το προβλεπόμενο από αυτούς πρωτογενές έλλειμμα 0,66% του Α.Ε.Π. φέτος, σε πρωτογενές πλεόνασμα 1%. Εν κατακλείδι, και από τις δυο πλευρές, προτείνεται η τροποποίηση της ρύθμισης των 100 δόσεων, με αυστηρότερα κριτήρια, παρά την παράταση, που δόθηκε, μέχρι τις 26 Ιουνίου, αλλά και τα θετικά αποτελέσματα και «πρόωρες» ανακοινώσεις, σχετικά με τις μέχρι τώρα εισπράξεις, που μόνο για τα ασφαλιστικά ταμεία, αγγίζουν το ποσό των 158 εκ. ευρώ.

Συνοψίζοντας, μπορώ να ισχυριστώ, με βεβαιότητα και μεγάλη λύπη πως,οι άνωθεν προτεινόμενες πολιτικές και μέτρα θα βαθύνουν κι άλλο την ανεργία και τη φτώχεια του ελληνικού λαού, οδηγώντας σε φυγή τις επιχειρήσεις. Τόσο το φορολογικό πακέτο της Αθήνας, όσο και των θεσμών περιέχουν επώδυνα μέτρα που με βεβαιότητα δεν θα αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, αλλά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Η συμφωνία-επίλυση, που τόσο έχει ανάγκη η Ελλάδα, απαιτεί μία ρεαλιστικότερη προσέγγιση εκ μέρους των δανειστών μας, με κοινωνική ευαισθησία και ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά και μία πιο τολμηρή, ενωτική προσέγγιση από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης, με διάθεση υπέρβασης για συνενόηση με τα κομματα της Αντιπολίτευσης. Και αυτά, ωστόσο, να συμβούν η ζημιά έχει ήδη γίνει στην πραγματική οικονομία και στη διεθνή αξιοπιστία της Χώρας. Η επιλογές μας περιορίζονται στο "το μη χείρον βέλτιστο". Μακάρι, να διαψευστούμε, προλαβαίνοντας τα χειρότερα…».