New Europe: Γιατί η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να ακολουθήσει το μοντέλο ανάπτυξης της Ιρλανδίας
<p>Η εξήγηση ενδέχεται να είναι περισσότερο οικονομοτεχνική και λιγότερο πολιτική</p>
Ο μέσος αξιωματούχος στις Βρυξέλλες θα προβεί άνετα σε μια τέτοια σύγκριση. Και, μάλλον, τα αποτέλεσμα στα οποία θα καταλήξει θα είναι τα προφανή: η Ελλάδα δεν μπορεί να ακολουθήσει το δρόμο ανάπτυξης που έλαβε η Ιρλανδία.
Μπορεί οι δύο χώρες θα χρησιμοποιούνται πολλάκις ως χαρακτηριστικά παραδείγματα της κρίσης που ενέσκηψε στην Ευρώπη από το 2008 και μετά, ωστόσο, πλέον, η Ιρλανδία... παίζει σε άλλο επίπεδο. Το New Europe προχωράει με τη σειρά του σε μια τέτοια σύγκριση και, επίσης, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: «Αυτό που κατάφερε το Εργατικό Κόμμα της Ιρλανδίας και επανέφερε τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να το πραγματοποιήσει», αναφέρει στον υπότιτλο του άρθρου.
Η εξήγηση ενδέχεται να είναι περισσότερο οικονομοτεχνική και λιγότερο πολιτική. Όπως εξηγεί το άρθρο, το ιρλανδικό μοντέλο ανάπτυξης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μετάβαση από τους άμεσους στους έμμεσους φόρους. Όταν το 2010 η Ιρλανδία υπέγραψε το δικό της MoU, έλαβε από τους διεθνείς πιστωτές δάνειο 85 δισεκατομμυρίων ευρώ, με την υπόσχεση ότι θα καταφέρει να βελτιώσει τα οικονομικά της και να επιτύχει μια αυτόνομη οικονομική πορεία σε σύντομο χρονικό διάστημα. Φυσικά, ακολούθησε την ίδια συνταγή λιτότητας, απορρύθμισης στο εργατικό δίκαιο και σε αθρόες ιδιωτικοποιήσεις. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποίησε στην ατζέντα των υποχρεώσεων της, ήταν ότι η Ιρλανδία αρνήθηκε σθεναρά να αυξήσει τους εταιρικούς φόρους. Μπορεί να δέχθηκε την αύξηση των φόρων στην ακίνητη περιουσία, στο κεφάλαιο και να αναχαιτίσει τις φορολογικές ελαφρύνσεις στους συνταξιούχους, αλλά τις εταιρείες δεν τις άγγιξε.
Μάλιστα, το 2011 ο πρωθυπουργός Κένι απέκρουσε τις πιέσεις της Μέρκελ και του Σαρκοζί να αυξήσει τους εταιρικούς φόρους και ως αντάλλαγμα να λάβει περικοπή της τάξης του 1% στο επιτόκιο δανεισμού της Ιρλανδίας. Αψήφησε ακόμη και την Κομισιόν όταν απαίτησε αλλαγή στη φορολογική νομοθεσία της χώρας. Για τον ίδιο και την κυβέρνησή του, το να αγγίξει το 12,5% που ήταν ο εταιρικός φόρος θα θεωρούνταν αυτομάτως απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Ως εκ τούτου, ο Έντα Κένι αγωνίστηκε για την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, κάτι που έγινε, και να εισαγάγει ένα προοδευτικό σύστημα φορολόγησης του εισοδήματος, ενώ ταυτόχρονα απέρριψε τη λογική των περικοπών. Το ίδιο πράγμα υποσχέθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ με τη μόνη διαφορά ότι απέτυχε.
Ίσως εδώ εδράζεται και η διαφορά λογικής των δύο χωρών: η Ιρλανδία διατηρεί το χαμηλό εταιρικό φόρο για να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερες πολυεθνικές εταιρείες που με τη σειρά τους πάντα αναζητούν μια «ευνοϊκή φορολογική κατοικία».
Ένα αντίστοιχο ελληνικό παράδειγμα μπορεί να μας πείσει: η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να αυξήσει τους φόρους που πρέπει να πληρώσουν οι πλοιοκτήτες. Οι οποίοι διατηρούν τις επιχειρήσεις του στην Ελλάδα, όσο μόνο από πατριωτικό καθήκον αλλά διότι απολαύνουν ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο και άκρως ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Μετά από αίτημα της Κομισιόν, η Ελλάδα σκέφτεται να συζητήσει μια αύξηση κοντά στο 4%. Ικανή για να τρομάξει τον ναυτιλιακό κλάδο. Βέβαια, χρειάζεται να γίνει επέμβαση στο Σύνταγμα για να αλλάξει το φορολογικό καθεστώς στο οποίο υπόκεινται οι πλοιοκτήτες, οι οποίοι, στο μεταξύ, απειλούν ότι θα μεταφέρουν τις έδρες τους σε άλλες χώρες.
Ήδη μερικοί έχουν μεταφερθεί στην Κύπρο, αναφέρει το άρθρο. Επί του παρόντος δεν το κάνουν για φορολογικούς λόγους, αλλά διότι η επιβολή των capital controls έχουν δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην καθημερινότητά τους. Ωστόσο, καταλήγει το άρθρο, αν η Ελλάδα, είτε από ιδεολογική πεποίθηση είτε διότι το προκρίνει η Κομισιόν, αποδεχθεί και επιβάλει αυτή την αύξηση, τότε είναι βέβαιο πως θα χάσει τον πιο ανταγωνιστικό κλάδο της οικονομίας της.