Οι επενδυτές δηλώνουν έτοιμοι να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες πρέπει να καλύψουν κεφαλαιακές ανάγκες ύψους 14,4 δισ. ευρώ μετά τις ασκήσεις αντοχής (stress tests) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναφέρει σήμερα η εφημερίδα Wall Street Journal.

Αυτό, σημειώνει, μπορεί να φαίνεται ως ο θρίαμβος της ελπίδας επί της εμπειρίας, καθώς αυτή θα είναι η τέταρτη φορά σε ισάριθμα χρόνια που το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ανακεφαλαιοποιείται, οδηγώντας κάθε φορά τους μετόχους να καταγράψουν μεγάλες ζημιές και δραστική μείωση του ποσοστού τους στο μετοχικό κεφάλαιο (dilution).

Ωστόσο, προσθέτει, οι επενδυτές έχουν λόγους να ελπίζουν ότι αυτή τη φορά μπορεί τα πράγματα να είναι διαφορετικά.

Η τελευταία αξιολόγηση της ΕΚΤ βασίσθηκε σαφώς σε συντηρητικές υποθέσεις, καθώς το βασικό σενάριο της προβλέπει συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας κατά 2,3% φέτος. Στην πραγματικότητα, σημειώνει ο Νίξον, οι οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν από το Bloomberg τον Σεπτέμβριο προβλέπουν συρρίκνωση της οικονομίας μόνο κατά 0,7% φέτος και ανάκαμψή της κατά 0,5% το 2016, χάρη στην ενίσχυση που θα έχει αυτή από τη μεγάλη ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου και την επίδραση των μεταρρυθμίσεων που έγιναν στο παρελθόν.

Ταυτόχρονα, ο στόχος για το ύψος των τραπεζικών κεφαλαίων που θέτει η ΕΚΤ είναι πολύ πιο απαιτητικός σε σχέση με τα stress tests που έγιναν το 2014. Αυτή τη φορά, οι τράπεζες πρέπει να έχουν συντελεστή κεφαλαίων από κοινές μετοχές (common equity Tier 1 ratio) - που μετρά τον λόγο του μετοχικού κεφαλαίου προς το ενεργητικό - στο 9,5% με το βασικό σενάριο έναντι 8% πέρυσι, ενώ ο συντελεστής κεφαλαίων τους (CET 1 ratio) με βάση το δυσμενές σενάριο διαμορφώνεται στο 8% έναντι μόλις 5,5% το 2014.

Επιπλέον, με βάση τους κανόνες της ΕΕ για την κρατική βοήθεια, το κράτος δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει στην κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών ύψους 4,4 δις. ευρώ, που έχουν οι τράπεζες με το βασικό σενάριο, ενώ μόνο το 25% της κρατικής συμμετοχής για την κάλυψη αναγκών του δυσμενούς σεναρίου θα γίνει με κοινές μετοχές, ενώ το υπόλοιπο 75% πρέπει να γίνει με τη μορφή ομολόγων, που μπορούν υπό δύσκολες συνθήκες να μετατραπούν σε μετοχές.

Οι δύο από τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες αναμένουν να καλύψουν όλες τις κεφαλαιακές ανάγκες τους αποκλειστικά από ιδιώτες επενδυτές, σημειώνει ο Νίξον. «Εν τω μεταξύ, ο τραπεζικός τομέας έχει φανεί πιο ανθεκτικός από ότι αναμενόταν κατά τη διάρκεια των αναταραχών του περασμένου χρόνου Μετά από συγχωνεύσεις που έγιναν σε μία σειρά ετών, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι τώρα ένα ολιγοπώλιο που μπόρεσε να μειώσει το κόστος, να διατηρήσει τη δύναμη τιμολόγησής του και να έχει σχετικά εύρωστα κέρδη πριν από τις προβλέψεις για τα επισφαλή δάνεια.

Η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων δεν φαίνεται να έχει πλήξει τόσο πολύ την ποιότητα των δανείων, όπως φοβούνταν κάποιοι, ίσως επειδή ένα μεγάλο μέρος από τα 50 δις. ευρώ που σηκώθηκαν από τις τράπεζες, πριν την επιβολή των ελέγχων, παρέμεινε στην κυκλοφορία, βοηθώντας την οικονομία. Πράγματι, μέρος από τα κεφάλαια αυτά επιστρέφει στο τραπεζικό σύστημα: Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 300 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο και κατά 530 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο», αναφέρει το δημοσίευμα.

Παρά ταύτα, προσθέτει, οι επενδυτές στις ελληνικές τράπεζες βάζουν κάποια μεγάλα στοιχήματα. Πρώτον, αν και πόσο γρήγορα θα επιστρέψουν οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα, μειώνοντας την εξάρτηση των τραπεζών από την έκτακτη χρηματοδότηση της ΕΚΤ και καθιστώντας ευκολότερη τη χορήγηση νέων δανείων. Δεύτερον, πόσο γρήγορα μπορούν οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν το τεράστιο ποσό των προβληματικών δανείων στους ισολογισμούς τους. Η προσδοκία των επενδυτών είναι ότι οι νέοι πτωχευτικοί κανόνες και μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα θα κάνουν ευκολότερη για τις τράπεζες την αναδιάρθρωση και τη διαγραφή κόκκινων δανείων. Ένα τρίτο στοίχημα αφορά στη διάρκεια και την επίδραση των κεφαλαιακών ελέγχων. Στην περίπτωση αυτή, σημειώνει ο Νίξον, η Κύπρος προσφέρει κάποια ενθάρρυνση: Παρά τους πολύ πιο αυστηρούς κεφαλαιακούς ελέγχους και τη χρεοκοπία τραπεζών που οδήγησε σε μεγάλο κούρεμα των καταθέσεων, η οικονομία της ανέκαμψε ταχύτερα από ότι αναμενόταν.

Το μεγαλύτερο στοίχημα, όμως, των επενδυτών είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει να τηρεί τη συμφωνία για το πρόγραμμα βοήθειας.

«Οι επενδυτές στοιχηματίζουν ότι όποιες και αν είναι οι ιδεολογικές διαφορές της κυβέρνησης με τους πιστωτές της, η υπόσχεση για την ελάφρυνση του χρέους θα αποδειχτεί ένα ισχυρό κίνητρο για να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα, οπότε στην περίπτωση αυτή η τρέχουσα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αναμένεται να αποδειχθεί μία θαυμάσια αγοραστική ευκαιρία. Αλλά, αν αυτό αποδειχθεί λάθος, η επόμενη ανακεφαλαιοποίηση μπορεί να γίνει σε δραχμές», καταλήγει το δημοσίευμα.