Η μεσαία τάξη θα πληρώσει ακριβά την αξιολόγηση
<p>Η ΕΣΕΕ έχει τονίσει τη δυσκολία των οικονομικών επιβαρύνσεων, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο παραίτησης της μεσαίας τάξης λόγω της υπερβολικής φορολόγησης</p>
Του Βασίλη Κορκίδη προέδρου ΕΣΕΕ
Με το ετήσιο εισόδημα να διαμορφώνεται σε 153,2 δισ. ευρώ και το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα σε 74 δισ. ευρώ περίπου οι φόροι που επιβάλλονται είναι 59 δις ευρώ από τα οποία τα νοικοκυριά πληρώνουν 8,7 δισ. ευρώ σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η φορολογία στη Χώρα μας είναι επιεικώς ουτοπική.
Η ΕΣΕΕ έχει επανειλλημένως τονίσει τη δυσκολία των οικονομικών επιβαρύνσεων, προειδοποιώντας παράλληλα για τον κίνδυνο παραίτησης της μεσαίας τάξης λόγω της υπερβολικής φορολόγησης. Η επέκταση της φορολογικής βάσης είναι απαραίτητη, ώστε να πάψουν να επιβαρύνονται υπέρμετρα τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, που στηρίζουν ουσιαστικά όλο το κοινωνικό οικοδόμημα και που ο ακρωτηριασμός τους δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν. Συνεπώς, την ώρα που συζητιέται περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις των υφιστάμενων στρεβλώσεων στη μεσαία τάξη και αδικιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η παρατεταμένη οικονομική ανέχεια οδηγεί στη κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, ενώ η οικονομική στασιμότητα οδηγεί σταδιακά σε αδιέξοδο. Αυτή η αλληλουχία υπονομεύει ακόμα περισσότερο την ευημερία των πολιτών, ενώ η φτωχοποίηση της κοινωνίας οδηγεί στην ανυπαρξία πόρων. Σε μια κοινωνία με, οικονομική και πολιτική σταθερότητα, η μεσαία τάξη είναι αυτή που μπορεί να χρηματοδοτήσει ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας και να ενισχύσει τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας. Οι αυξήσεις φόρων που σχεδιάζονται ελέω αξιολόγησης θα εξωθήσουν είτε στην παραοικονομία, είτε στην επιχειρηματική μετανάστευση της μεσαίας τάξης.
Η ανάγκη για χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, τα φορολογικά κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις και απασχόληση, η καθολική χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και η ρευστότητα στην υγιή επιχειρηματικότητα είναι οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να αξιολογήσουν Κυβέρνηση και δανειστές. Πράγματι σύμφωνα με τα στοιχεία, σήμερα μόνο 4 εργαζόμενοι πληρώνουν φόρους και εισφορές, ώστε να πληρώνονται οι συντάξεις 3 συνταξιούχων και να καλύπτονται οι ανάγκες σε παροχή δημοσίων υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, δικαιοσύνης, άμυνας και γενικότερα λειτουργίας του κράτους, μοντέλο που προφανώς δεν είναι βιώσιμο, αλλά τι μπορεί να είναι βιώσιμο με 26% ανεργία.
Όσο για το αφορολόγητο όριο, που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ στην Ελλάδα το αφορολόγητο δεν είναι υψηλότερο σε απόλυτο μέγεθος. Ενδεικτικά στη Γερμανία το αφορολόγητο είναι 8354 ευρώ, στην Αυστρία τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 11.000 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα το αφορολόγητο είναι 9.545 ευρώ και φυσικά μόνο για τους μισθωτούς. Επιπλέον σε πολλές χώρες, η έκπτωση φόρου εξαρτάται από την οικογενειακή κατάσταση ή την ηλικία, καθώς σε πολλές χώρες τα παιδιά και η ηλικία άνω των 65 ή και 75 ετών είναι προϋπόθεση για την απόκτηση αυξημένης, έκπτωσης φόρου.
Η ΕΣΕΕ πίστευε ότι μετά την εξάντληση της μεσαίας τάξης και της φοροδοτικής της ικανότητας, θα είχε εξαντληθεί και κάθε δυνατότητα εφεύρεσης νέων φόρων, αλλά δυστυχώς αυτός ο λογαριασμός δεν έχει τέλος. Η αύξηση της φορολογίας μας αυτή τη φορά έρχεται μέσω της μεθόδου μείωσης των αφορολόγητων ορίων και των φορολογικών εκπτώσεων. Είναι προφανές ότι τα μέτρα των 5,5 δις ευρώ της αξιολόγησης, θα τα πληρώσει ποικιλοτρόπως για άλλη μια φορά η μεσαία τάξη.