Συνέντευξη στον Νίκο Σαμοΐλη - Εφημερίδα Παραπολιτικά

Για την εκτίμησή του ότι δεν είναι πιθανή η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στο εγγύς μέλλον, αλλά και τον προβληματισμό του για την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών μιλάει στο «MoneyPro» ο κ. Νώντας Νικολαΐδης, υπεύθυνος για τις ελληνικές τράπεζες και αναλυτής της Moody’s.

Στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος βρίσκονται οι ιταλικές τράπεζες. Πιστεύετε ότι θα προκληθεί ντόμινο εξελίξεων που θα επηρεάσει τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα;

Σίγουρα, οι πρόσφατες εξελίξεις στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα δημιουργούν κάποιες αναταράξεις και αστάθεια στην ευρωζώνη, λόγω κυρίως του θέματος φερεγγυότητας που αντιμετωπίζουν μερικές από τις μεγαλύτερες τράπεζες. Ωστόσο, δεν αναμένουμε σημαντικές αρνητικές εξελίξεις, που θα δημιουργήσουν επιπλέον «πονοκέφαλο» στους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο πλαίσιο του παρόντος, εύθραυστου περιβάλλοντος, μετά το δημοψήφισμα περί Brexit. Αναμένουμε ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί με τρόπο που δεν θα προκαλέσει επιδράσεις-ντόμινο ή θα διαταράξει σημαντικά άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Τυχόν σχέδια από την ιταλική κυβέρνηση να παράσχει κεφαλαιουχική στήριξη στις τράπεζες, χωρίς να θέσει σε εφαρμογή την οδηγία BRRD περί εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων, θα χρειαστούν την έγκριση της Ε.Ε., με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ταυτόχρονα ένα είδος προηγούμενου εντός της ευρωζώνης.

Ο SSM έχει θέσει αυστηρές προϋποθέσεις για την επιλογή των διοικήσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών. Τι προβλέπεται για το μέλλον των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων;

Οι πρόσφατες αλλαγές στις διοικήσεις του ΤΧΣ και άλλες πιθανές αλλαγές στα συμβούλια των τραπεζών και των εκτελεστικών επιτροπών σηματοδοτούν τη βούληση του SSM να υπάρξουν πιο έμπειροι και επαγγελματικά καταρτισμένοι (fit and proper) τραπεζίτες στις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία. Προμηνύουν επίσης την αποφασιστικότητα του SSM να υπάρξουν πρόσωπα σε σημαντικά πόστα που θα είναι ανεξάρτητα και δεν θα είναι ευάλωτα σε τυχόν πολιτικές ή άλλες επιρροές. 

Τι να αναμένουμε στο καυτό μέτωπο της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων;

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς υπονομεύουν τη φερεγγυότητά τους και την ικανότητά τους να δανείζουν στην πραγματική οικονομία, κάτι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη της οικονομίας. Τα επίπεδα των προβληματικών δανείων είναι πολύ υψηλά, ειδικά αν λάβουμε υπόψη το ποσοστό χωρίς κάλυψη από προβλέψεις, που αντιπροσωπεύει πέραν του 100% των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Η σημαντική μείωσή τους τα επόμενα δύο-τρία χρόνια προνοεί ένα τεράστιο έργο για τις τράπεζες, προκειμένου να εξομαλύνουν σε κάποιον βαθμό τους ισολογισμούς τους. Στα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του 2016 οι τράπεζες παρουσίασαν μείωση στη διαμόρφωση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που υποδηλώνει ότι είμαστε κοντά στο κορυφαίο σημείο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αναμένουμε μια πτωτική τάση στις αρχές του 2017, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστούν οι πρόνοιες του προγράμματος στήριξης. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα επικεντρωθούν στην αναδιάρθρωση βιώσιμων προβληματικών δανείων και είτε θα εκποιήσουν είτε θα πωλήσουν άλλα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν την ποιότητα του ενεργητικού τους. Πιστεύουμε ότι μια πιο έντονη δράση στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα περιορίσει επίσης την έκταση των κακοπληρωτών εκ προθέσεως, η οποία υπολογίζεται να είναι μέχρι και 20% των μη εξυπηρετούμενων δανείων, περιορίζοντας τον ηθικό κίνδυνο (moral hazard) που υπάρχει σήμερα στην αγορά.

Οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση;

Σύμφωνα με την τελευταία άσκηση προσομοίωσης της ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί και είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν σε πιθανές δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες μέσα στο 2016-2017. Αυτό θα σήμαινε ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι απίθανο να χρειαστούν έναν τέταρτο γύρο ανακεφαλαιοποίησης, νοουμένου ότι υπάρχει μια κάποια πολιτική σταθερότητα και καμία απόκλιση από την εφαρμογή του προγράμματος στήριξης της χώρας. Ωστόσο, εμείς ως οίκος αξιολόγησης έχουμε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με την ποιότητα του κεφαλαίου των τραπεζών υπό τη μορφή αναβαλλόμενης φορολογίας (DTAs), λόγω της πολύ χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης της κυβέρνησης (Caa3). Στην αξιολόγησή μας δίνουμε περισσότερη βαρύτητα στα πραγματικά κεφάλαια υπό μορφή κοινών μετοχών για κάθε τράπεζα, τα οποία είναι διαθέσιμα να απορροφήσουν τυχόν ζημίες σε περίπτωση ανάγκης. Οσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, αυτά τα πραγματικά κεφάλαια είναι σε σχετικά χαμηλό επίπεδο λόγω του υψηλού επιπέδου αναβαλλόμενης φορολογίας, αν και αναγνωρίζονται ως πρωτοβάθμια κεφάλαια (CET1) με την έγκριση της ΕΚΤ. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι δείκτες πρωτοβάθμιων κεφαλαίων που αναφέρουν ορισμένες ελληνικές τράπεζες (κυμαίνονται από 16% έως 22% για το 1ο τρίμηνο του 2016) περιλαμβάνουν μετατρέψιμα χρεόγραφα και προνομιούχες μετοχές που θα πρέπει να αποπληρωθούν στο ΤΧΣ και στην κυβέρνηση σε κάποιο στάδιο.

Υπάρχουν ενδείξεις για έξοδο της ελληνικής οικονομίας στις αγορές το 2017;

Πιστεύουμε ότι η οικονομική και τραπεζική σταθερότητα έχουν βελτιωθεί πολύ το τελευταίο διάστημα και αυτό θα βοηθήσει σημαντικά στην ικανότητα του κράτους να έχει πάλι πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Νοουμένου ότι, αν συνεχιστεί αυτή η σταθερότητα και βελτιωθεί περαιτέρω με την εφαρμογή του προγράμματος στήριξης, είναι πιθανόν να υπάρξει δυνατότητα έκδοσης ενός κρατικού ομολόγου στις διεθνείς αγορές μέσα στο 2017-2018, υπό παρόμοιες περιστάσεις με το 2014. Αυτό θα είναι και ένας προάγγελος για την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και από τις τράπεζες, οι οποίες σταδιακά άρχισαν να είναι πιο ενεργές στη διατραπεζική αγορά.

Ο οίκος Moody’s θα αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας; Και, αν ναι, πότε;

Αν και δεν είναι πιθανή η αναβάθμιση στο εγγύς μέλλον, λόγω των καθοδικών κινδύνων που υπάρχουν, η Moody’s θα μπορούσε να εξετάσει πιθανή αναβάθμιση της αξιολόγησης των κρατικών ομολόγων σε περίπτωση που: 1) υπάρχει βελτίωση στον ρυθμό της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, 2) υπάρχουν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα υποστηρίξουν μια συνεχιζόμενη μείωση των επιπέδων του δημόσιου χρέους, και 3) υπάρχει μεγαλύτερη βεβαιότητα στην οικονομική στήριξη της Ελλάδας και σταθερότητα στο πολιτικό περιβάλλον.