Από Αύγουστο, χειμώνα το νέο μπρα ντε φερ με τους δανειστές
<p>Ποιοι θεωρούν ότι η διαπραγμάτευση θα φθάσει έως τους πρώτους μήνες του 2017</p> <p> </p>
Λίγα 24ωρα πριν ξεκινήσει ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων με τους εταίρους -η επίσημη πρώτη έχει προγραμματιστεί για τις 29 Αυγούστου με τη συνεδρίαση του EuroWorking Group- τα μηνύματα που έρχονται από Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον μόνο αισιόδοξα δεν είναι.
Στελέχη των θεσμών εκφράζουν παράπονα για νέες καθυστερήσεις στην υλοποίηση συμφωνημένων δράσεων και θεωρούν εξαιρετικά πιθανό οι διαβουλεύσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης να «τραβήξουν» μέχρι τους πρώτους μήνες του 2017.
Υπό κανονικές συνθήκες το χρονοδιάγραμμα των διαπραγματεύσεων προβλέπει την έλευση κλιμακίων των δανειστών στην Αθήνα μέσα στον Σεπτέμβριο, ώστε να προχωρήσει και να πιστοποιηθεί η υλοποίηση των 15 προαπαιτούμενων δράσεων για την εκταμίευση της δόσης των 2,8 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου και στη συνέχεια το τελευταίο δίμηνο του έτους να προχωρήσει η δεύτερη αξιολόγηση, όπου βασικό θέμα θα αποτελέσουν τα εργασιακά με παράλληλη συζήτηση για τη λήψη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Το ΔΝΤ
Η στάση των Ευρωπαίων στο ζήτημα του χρέους θα καθορίσει αν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει τελικά στο ελληνικό πρόγραμμα με την παροχή δανείων, καθώς οι μέχρι τώρα αποφάσεις του Eurogroup για τη λήψη ουσιαστικών μέτρων μείωσής του από το 2018 και μετά δεν ικανοποιούν το Ταμείο.
Ομως, με τα σημερινά δεδομένα, οι εταίροι εκτιμούν ότι δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα. Ηδη παρατηρείται δυστοκία στην εξεύρεση στελεχών για τις διοικήσεις των τραπεζών, αλλά και του νέου υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων, που αποτελούν δύο από τα 15 προαπαιτούμενα. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση εμφανίζεται διχασμένη όσον αφορά τη «μεταφορά» μεγάλων ΔΕΚΟ στο υπερταμείο και την πώληση του 17% της ΔΕΗ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αργοί ρυθμοί που παρατηρούνται σχετίζονται και με τη διεξαγωγή του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ στις 13 με 16 Οκτωβρίου, καθώς η κυβέρνηση δεν θέλει να ανοίξουν μέτωπα στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος με τη λήψη δύσκολων αποφάσεων μέσα στο φθινόπωρο.
Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση στην εκταμίευση της δόσης των 2,8 δισ. ευρώ θα έχει άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία. Κι αυτό καθώς το μεγαλύτερο μέρος της θα κατευθυνθεί για τον δραστικό περιορισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
Οι οφειλές του Δημοσίου
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους, έως το τέλος του έτους θα πρέπει να έχουν εξοφληθεί 3,5 δισ. ευρώ από τα 5,9 δισ. ευρώ των οφειλών που έχει δημιουργήσει το Δημόσιο. Μέχρι και τον Ιούλιο είχαν αποπληρωθεί οφειλές ύψους 1,1 δισ. ευρώ.
Επιπρόσθετα, από το πότε θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για το ελληνικό χρέος εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό και η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μπορεί να αγοράζει ελληνικά ομόλογα. Οταν προσδιοριστούν τα μέτρα για το χρέος, η ΕΚΤ θα εκπονήσει μελέτη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και θα αποφασίσει την ένταξη ή μη της Ελλάδας στο QE.
Πλεόνασμα και εργασιακά τα μεγάλα «αγκάθια»
Στο μέτωπο της επικείμενης διαπραγμάτευσης, πέρα από το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων το οποίο, όπως αναφέραμε, προκαλεί αναταράξεις στην κυβέρνηση, δύο είναι τα πεδία στα οποία προκύπτει σημαντική διαφορά του οικονομικού επιτελείου με τους δανειστές.
Το πρώτο σχετίζεται με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2016 -2020. Η ελληνική πλευρά θέλει ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά να μειωθεί σε επίπεδα μεταξύ 2% και 2,5%. Την ίδια ώρα, η ευρωζώνη θεωρεί ότι ο στόχος του 3,5% είναι εφικτός και θα πρέπει να παραμείνει σταθερός για μία δεκαετία ακόμα, ενώ το ΔΝΤ, όπως είναι γνωστό, υποστηρίζει την άμεση μείωσή του. Με δεδομένες τις διαφωνίες, η κατάρτιση και κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου έχει πάει πίσω και πλέον οι στόχοι για το πλεόνασμα αναμένεται να προσδιοριστούν κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης.
Το δεύτερο σχετίζεται με τις αλλαγές που ζητούν οι θεσμοί στα εργασιακά. Η πλήρης απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, η εισαγωγή νέων μορφών ευέλικτης εργασίας (π.χ. ο θεσμός της «μικροεργασίας», όπου προβλέπονται πολύ χαμηλές αμοιβές χωρίς ασφαλιστική κάλυψη) και οι ανατροπές στην κήρυξη απεργιών είναι ορισμένα μόνο από τα μέτωπα που παρατηρείται χάσμα με τους δανειστές. Τέλος, η κυβέρνηση δεν συζητά το ενδεχόμενο νέας μείωσης του κατώτατου μισθού.
*Εφημερίδα Επένδυση