Την πεποίθησή του ότι η Ελλάδα θα μπορεί να επανέλθει στις αγορές, πιθανόν από το επόμενο έτος, εάν συνεχίσει να υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις του προγράμματός της, εξέφρασε ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξη που έδωσε σε σλοβακική εφημερίδα και έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ESM.

Ο κ. Ρέγκλινγκ σημείωσε ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να βγει από τα σημερινά προβλήματα και αναφερόμενος στο θέμα του χρέους έκανε έναν παραλληλισμό με το γερμανικό χρέος που ρυθμίσθηκε το 1953. Όταν ο δημοσιογράφος σημείωσε «ότι θα μπορούσε να λεχθεί πως κάθε χρέος μπορεί να πληρωθεί, εάν επιμηκύνεται αρκετά η λήξη του», ο επικεφαλής του ESM απάντησε: «Ναι, αλλά δεν χρειάζεται να υπερβάλλουμε. Πάρτε σαν παράδειγμα τη Γερμανία, η οποία είχε αντίστοιχη εμπειρία με τη συμφωνία του 1953 για το χρέος της, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το χρέος αποπληρώθηκε σε μία 50ετή περίοδο. Και αυτό ήταν αποτελεσματικό».

Ο επικεφαλής του ESM σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους της για το ορατό μέλλον. Στην ερώτηση, ότι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το υψηλό χρέος της Ελλάδας θα εμποδίσει την πρόσβασή της στις αγορές, σημείωσε: «Κάποιοι ακαδημαϊκοί, που αναφέρουν τα επιχειρήματα αυτά, δεν έχουν κοιτάξει πραγματικά τα στοιχεία. Πόσο μικρό είναι το ποσό που πρέπει να πληρώνει η Ελλάδα στους πιστωτές της. Σήμερα, είναι μικρότερο από ό,τι πολλών άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Αυτή τη στιγμή, δεν είναι πραγματικά βάρος και δεν θα είναι για πολύ καιρό, επειδή τα δάνειά μας στην Ελλάδα έχουν ήδη μία μέση περίοδο αποπληρωμής περίπου 30 ετών. Δεν υπάρχει, επίσης, κανένας κίνδυνος να αποσύρουμε τα κεφάλαιά μας, όπως οι ιδιώτες επενδυτές, εάν υπήρχε νέο πρόβλημα. Επομένως, είναι μία ασφαλής επένδυση. Άλλοι επενδυτές το γνωρίζουν. Γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα εξυπηρέτησης του χρέους της για τουλάχιστον 10 έως 15 χρόνια, και αυτός είναι ο λόγος που είμαι πολύ βέβαιος ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αρχίσει την έκδοση ομολόγων -ίσως το επόμενο έτος. Αυτό που είναι αναγκαίο, φυσικά, είναι να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις. Εάν μείνουν στην πορεία, θα βγουν από τα σημερινά προβλήματα».

Στην ερώτηση, για ποιο λόγο η Ελλάδα χρειάσθηκε τρίτο πρόγραμμα, ενώ άλλες χώρες μόνο ένα, ο Ρέγκλινγκ απάντησε ότι η ικανότητα υλοποίησής του στην Ελλάδα ήταν αδύναμη. «Η διοίκηση ήταν πιο αδύναμη από των άλλων χωρών, αυτός είναι ο λόγος που βλέπαμε ξανά και ξανά καθυστερήσεις που είναι λυπηρές», είπε, προσθέτοντας ότι στο πρώτο εξάμηνο του 2015 η κυβέρνηση ακύρωσε κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις και η οικονομία επανήλθε σε ύφεση. Αυτό έχει διορθωθεί, συνέχισε «και από πέρυσι τον Αύγουστο η συνεργασία είναι πάλι καλή και η Ελλάδα κάνει πρόοδο».

Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, αν η Ελλάδα θα είχε αποφύγει το τρίτο πρόγραμμα, αν δεν είχε αλλάξει πορεία μετά τις εκλογές (τον Ιανουάριο του 2015), ο επικεφαλής του ESM είπε ότι στο τέλος του 2014, όταν πλησίαζε το τέλος του δεύτερου προγράμματος, υπήρχε συζήτηση για ένα πιθανό τρίτο πρόγραμμα, «αλλά τα ποσά που συζητούνταν -αν χρειαζόταν ένα πρόγραμμα- ήταν 10, ίσως 20 δισ. ευρώ. Στο τέλος χρειασθήκαμε 86 δισ. ευρώ». Θυμάμαι, επίσης, συνέχισε, την πρόβλεψη του ΔΝΤ στο τέλος του 2014 για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 2,5% το 2015 και 3,5% το 2016. «Γνωρίζουμε ότι οι προβλέψεις μπορεί να είναι λανθασμένες, αλλά αυτή ήταν μία συναινετική πρόβλεψη εκείνη την περίοδο», δήλωσε, προσθέτοντας ότι ανατράπηκε από τις πολιτικές και η Ελλάδα πέρασε σε αρνητική ανάπτυξη το 2015. «Στο δεύτερο τρίμηνο του 2016 υπήρχε ξανά ένας χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης. Επομένως, θεωρώ ότι η Ελλάδα επιστρέφει εκεί που ήταν το 2014», σημείωσε.