Η συζήτηση γύρω από την απεμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μονοπωλεί τα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ τις τελευταίες ημέρες ως ένα πιθανό ενδεχόμενο. Μία τέτοια λύση έχει δύο σκέλη. Το τεχνικό και το πολιτικό. Κι αν το πολιτικό εμφανίζει δυσκολίες στην υλοποίησή του και κρύβει πολλές νάρκες για το μέλλον, το αυστηρά τεχνικό κομμάτι δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλες δυσκολίες, απαιτώντας ωστόσο μία ακολουθία βημάτων τα οποία απαιτούν λήψη αποφάσεων.

Εργαλεία τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απεμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την Ελλάδα εμπεριέχονται στη δέσμη μεσοπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό χρέος, τα οποία είχαν συμφωνηθεί στο Eurogroup του Μαΐου του 2016 και δίνουν επιπλέον ρευστότητα στην Ελλάδα. Τα συγκεκριμένα μέτρα έχουν πέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και περιλαμβάνονται στο ανακοινωθέν του τελευταίου Eurogroup.

Το πρώτο μέτρο προβλέπει την αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ με χρήματα από τον ESM καθώς το επιτόκιο του Ταμείου είναι υψηλότερο από του ESM. Οι πόροι για την επαναγορά των δανείων μπορούν να προέρχονται από τρεις διαφορετικές πηγές. Στις δύο πρώτες, είτε ο ESM δανείζει την Ελλάδα για να εξοφλήσει τα δάνεια ΔΝΤ είτε αγοράζει απευθείας τα δάνεια. Στην πρώτη περίπτωση, η Ελλάδα χρειάζεται συνολικά περίπου 1 δισ. ευρώ για τους τόκους του χρέους μέχρι το 2024 και οι αποπληρωμές εκτείνονται σε ορίζοντα μεγαλύτερο των 30 ετών. Βέβαια νέος δανεισμός πιθανότατα συνεπάγεται νέο Μνημόνιο. Στη δεύτερη περίπτωση, η Ελλάδα εξακολουθεί να εξυπηρετεί τα δάνεια, το «κέρδος» του ESM είναι προς διανομή με απόφαση του Eurogroup. Η επαναγορά των δανείων του ΔΝΤ μπορεί να γίνει επίσης με τα περίπου 21 δισ. ευρώ που έμειναν αχρησιμοποίητα κατά τη διάρκεια της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης.

Η Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκεται μέσα σε πρόγραμμα, το οποίο μεταφράζεται σε μία νέα συμφωνία και ένα ακόμα Μνημόνιο, ευρωπαϊκό χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ, ξεκλειδώνει μία ακόμα πηγή ρευστότητας. Πρόκειται για την επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που αγόρασαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι τράπεζες το 2010 και το 2012 αποφασίστηκε τα κέρδη τους να επιστρέφουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Η Ελλάδα επωφελήθηκε μέχρι και τα κέρδη του 2013, τα οποία κατατέθηκαν το 2014. Από το 2015 και μετά σταμάτησαν να πιστώνονται τα εν λόγω κέρδη στην Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε πρόγραμμα και διατηρούνται «παγωμένα» σε ειδικό λογαριασμό.

Η όλη συζήτηση ουσιαστικά αφορά το πολιτικό σκέλος της απεμπλοκής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα και το βάρος της απόφασης αυτής η οποία δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά «περνάει» και από τις δύο όχθες του Ατλαντικού. Το Βερολίνο από την πλευρά του, συζητάει ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχοντας ξεκαθαρίσει ότι χωρίς το Ταμείο δεν υπάρχει πρόγραμμα και η Ελλάδα σίγουρα δεν μπορεί να μείνει στον «αέρα» οπότε θα πρέπει να υπάρξει ένα νέο πρόγραμμα-Μνημόνιο. Το μερίδιο της απόφασης που αφορά το Ταμείο περνάει και μέσα από τον Λευκό Οίκο και τις πιέσεις που ασκούνται στον Ντόναλντ Τραμπ. Η τελευταία τοποθέτηση ήρθε από τον πρόεδρο της Επιτροπής Νομισματικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ρεπουμπλικάνο Αντι Μπαρ, ένθερμο υποστηρικτή του Ντ. Τραμπ, κατά την διάρκεια ακρόασης με θέμα «Τα διδάγματα από τις διασώσεις του ΔΝΤ στην Ελλάδα».

Παρόλο που τα συμπεράσματα της εν λόγω επιτροπής δεν είναι δεσμευτικά για τον Αμερικανό πρόεδρο, τα λόγια του Άντι Μπαρ ήταν ιδιαίτερα επικριτικά αφού χαρακτήρισε τα δύο προηγούμενα προγράμματα διάσωσης ως «τα πιο αμφιλεγόμενα στην ιστορία του ΔΝΤ» προσθέτοντας ότι το Ταμείο «στην περίπτωση της Ελλάδος δεν πέτυχε απολύτως τίποτα». Ο Ρεπουμπλικάνος βουλευτής κατάληξε υποστηρίζοντας ότι με δεδομένα τα λάθη του παρελθόντος αλλά και την ισχύουσα κατάσταση στην Ελλάδα η οποία δεν βελτιώνεται, είναι τουλάχιστον σοκαριστικό που το ΔΝΤ σκέφτεται μια νέα συμμετοχή. Στο πόρισμα μάλιστα των εμπειρογνωμόνων που παραδόθηκε στα μέλη της Επιτροπής αναγραφόταν με σαφήνεια ότι το ελληνικό πρόγραμμα μπορεί να χρηματοδοτηθεί και χωρίς το ΔΝΤ. Οι τριβές στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος καθιστούν απαγορευτική μία ακόμα εστία διαφωνίας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, όπως είναι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.