Μπροστά σε ένα πλήρες αδιέξοδο βρίσκεται η ελληνική πλευρά στο ζήτημα του χρέους αφού η συνέντευξη της Κριστίν Λαγκάρντ στη Handelsblatt αποδεικνύεται αποκαλυπτική αναφορικά με τις προθέσεις του Ταμείου στο ζήτημα του χρέους.

Η διευθύντρια του Ταμείου ανέφερε χαρακτηριστικά "αν στους πιστωτές [...] πάρει περισσότερο χρόνο μέχρι να καταλήξουν, μπορούμε να το αναγνωρίσουμε και να τους δώσουμε λίγο περισσότερο χρόνο".

Με τη συγκεκριμένη αποστροφή του λόγου της, η Κριστίν Λαγκάρντ ουσιαστικά παίρνει αποστάσεις από τη διαπραγμάτευση ανάμεσα σε Ελλάδα και Ευρωπαίους για το κλείσιμο της αξιολόγησης και αφήνει ελεύθερο το πεδίο στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έτσι ώστε να «τραβήξει» το θέμα του χρέους μετά το τέλος των γερμανικών εκλογών, ακόμα και μετά το 2018, χωρίς να έχει πολιτική πίεση.

Η πρόθεση αυτή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είχε διαφανεί ήδη από όσα είχε πει ο Πολ Τόμσεν τον περασμένο Μάρτιο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης υποστηρίζοντας ότι το Ταμείο ζητάει δέσμευση για ελάφρυνση του χρέους ακόμα και από το 2018 και μετά και όχι άμεσα.

Μία τέτοια εξέλιξη προκαλεί πρόβλημα στρατηγικής στην ελληνική κυβέρνηση αφού η στάση του Ταμείου δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελιγμών. Αφενός δεν μπορεί από μόνη της η Ελλάδα να ωθήσει το Ταμείο σε αποχώρηση από το ελληνικό πρόγραμμα, καθώς απαιτείται συνολική πολιτική απόφαση από τους υπόλοιπους δανειστές και αφετέρου με τη στάση της η Κριστίν Λαγκάρντ μεταφέρει την πίεση του χρέους από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Ουσιαστικά αναγκάζει την κυβέρνηση να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση χωρίς καμία αναφορά για το χρέος, εκτός από το γενικό περίγραμμα της απόφασης του Eurogroup του Μαΐου του 2016, με μία απλή προφορική δέσμευση ότι όλα θα συζητηθούν από το 2018, όταν όμως το ελληνικό πρόγραμμα ολοκληρώνεται και θα πρέπει να αναζητηθεί ένα ενδιάμεσο στάδιο.

Πλέον η κυβέρνηση μένει χωρίς αφήγημα αφού εκτός από το χρέος, χάνει όπως όλα δείχνουν και την ένταξη των ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, με τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές να εξελίσσεται σε ρίσκο υψηλής επικινδυνότητας, καθώς σε περίπτωση που επιχειρηθεί κάτι τέτοιο, αυξάνονται οι πιθανότητες, αυτή να είναι αποτυχημένη, με υψηλό επιτόκιο και απούλητα ομόλογα, μία εξέλιξη που θα ήθελαν όλοι να αποφύγουν αφού αποτελεί ένα κακό μήνυμα προς τις αγορές.