Η Ελλάδα εισέρχεται σε μία περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας, τόσο σε θεσμικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, και από τον τρόπο με τον οποίο θα αρθεί αυτή η αβεβαιότητα κατά τους επόμενους μήνες, θα κριθεί το εάν η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι βιώσιμη ή όχι, αναφέρει η Goldman Sachs σε σημερινή ανάλυσή της.

Ο αναλυτής του αμερικανικού οίκου, Dylan Smith, προειδοποιεί ότι και το φετινό καλοκαίρι θα είναι γεμάτο με δύσκολες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Αθήνα, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Βέβαια, η Goldman Sachs αναγνωρίζει ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον βελτιώνεται σταθερά, με την ελληνική οικονομία να επιστρέφει στην ανάπτυξη, αν και με ρυθμούς πολύ χαμηλότερους του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Το ενθαρρυντικό είναι πως η κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης έχει μετακινηθεί από την κατανάλωση στις επενδύσεις. Μετά από αυτά, ο Smith δείχνει να συμφωνεί με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ και άλλων θεσμών που κάνουν λόγο για επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας στο 2,5% για το 2018.

Παρόλα αυτά, η ανάλυση ξεκαθαρίζει ότι το τραπεζικό σύστημα θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει προκλήσεις, και η «καθαρή έξοδος» (clean exit) από το πρόγραμμα δεν είναι ακόμα δεδομένη. «Υπάρχει μια μεγάλη λίστα από πολύ πολύπλοκες αποφάσεις που πρέπει να μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τους θεσμούς πριν να μπορέσει να ολοκληρωθεί η τέταρτη αξιολόγηση. Οι θέσεις των διάφορων εμπλεκομένων στα θέματα αυτά δεν είναι ακόμα ξεκάθαρες σε όλες τις περιπτώσεις. Υπάρχει ακόμα σημαντική αβεβαιότητα γύρω από τις θεσμικές και οικονομικές παραμέτρους που θα διαμορφώσουν τη μετα-μνημονιακή Ελλάδα», τονίζει η Goldman Sachs.

Πριν να γίνει εφικτή η εκταμίευση της τελευταίας δόσης των δανείων, πρέπει να υπάρξει συμφωνία στα εξής θέματα:

- Η ελάφρυνση του χρέους και ο ρόλος του ΔΝΤ μετά το πρόγραμμα: Από τα συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που θα συμφωνήσουν οι Ευρωπαίοι, θα εξαρτηθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ. Οι δύο πλευρές προσδοκούν ένα συμβιβασμό έως το Μάιο, πριν από την τέταρτη αξιολόγηση του προγράμματος στη συνεδρίαση του Eurogroup τον Ιούνιο.

- Η δέσμευση στις μεταρρυθμίσεις και τα προαπαιτούμενα που έχουν απομείνει: Πριν μπορέσει να τελειώσει και επίσημα το πρόγραμμα, η Ελλάδα θα πρέπει να δείξει ότι έχει ολοκληρώσει όλα τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης. Ενδεχόμενη αποτυχία θα μπορούσε να οδηγήσει σε καθυστέρηση του τέλους του προγράμματος.

- Η εποπτεία μετά το πρόγραμμα: Ο Klaus Regling του ESM έχει δηλώσει ότι η Ελλάδα θα τεθεί υπό ενισχυμένη εποπτεία μετά το πρόγραμμα, σε σχέση με τις άλλες χώρες των μνημονίων.

- Η χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης: Μία επιλογή για την Ελλάδα θα ήταν να ζητήσει προληπτική γραμμή πίστωσης από τον ESM. Αυτή η επιλογή συνεπάγεται αυστηρούς όρους, τους οποίους δεν επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση. Μία άλλη επιλογή είναι να επιδιωχθεί η δημιουργία ενός «μαξιλαριού» ρευστότητας (σε συνδυασμό με την ελάφρυνση του χρέους). Αυτή η επιλογή θα απαιτούσε εκ των προτέρων δέσμευση των Ευρωπαίων, οι οποίοι δεν θα έχουν ιδιαίτερες δυνατότητες να ορίσουν τη χρήση του.

- Η ολοκλήρωση των stress tests: Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών της Goldman Sachs, οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν άλλα κεφάλαια.

«Μία τελευταία πηγή αβεβαιότητας σχετίζεται με τις πολιτικές δυναμικές που θα σημειωθούν μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Εκλογές πρέπει να γίνουν πριν από τον Οκτώβριο του 2019, και μάλλον θα επισπευστούν εάν η έξοδος από το πρόγραμμα γίνει σύμφωνα με το σχεδιασμό», τονίζει η ανάλυση. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, μία αλλαγή της κυβέρνησης δεν θα αποτελέσει ιδιαίτερο ρίσκο για τις μετα-μνημονιακές συμφωνίες, όμως ένα ασαφές εκλογικό αποτέλεσμα που δεν θα βγάζει κυβέρνηση ίσως να περιπλέξει τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.