Ή στραβός είναι ο γιαλός
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου, προέδρου ΕΒΕΑ
Στο Eurogroup της περασμένης εβδομάδας ανακοινώθηκε η έξοδος της Ιρλανδίας από το Μνημόνιο, ενώ εκφράστηκε ικανοποίηση για την επίτευξη των στόχων σε Ισπανία και Κύπρο. Πολιτικοί και αξιωματούχοι της ευρωζώνης αρχίζουν πλέον να συζητούν για το τέλος της κρίσης χρέους. Την ίδια ώρα, όμως, στην Ελλάδα εξελίσσεται για μια ακόμη φορά το ίδιο έργο: διαπραγματεύσεις και απαιτήσεις από την τρόικα, «κόκκινες γραμμές» από την ελληνική πλευρά, νέα φοροεισπρακτικά μέτρα και περικοπές στον ορίζοντα. Το έργο έχει και πάλι ως θεατές τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, που ακούν για την ανάγκη κάλυψης του δημοσιονομικού κενού και αναρωτιούνται από πού θα τους έρθει πάλι ο λογαριασμός.
Αν κρίνει κανείς από τη φορολόγηση των ακινήτων, ο λογαριασμός γίνεται όλο και πιο ακριβός. Με τις νέες ρυθμίσεις που προωθεί το φορολογικό επιτελείο, οι ιδιοκτήτες ακινήτων με συνολική αντικειμενική αξία άνω των 300.000 ευρώ δηλαδή μια μεγάλη μερίδα πολιτών της μεσαίας τάξης θα υποστούν τεράστιες επιβαρύνσεις. Θα κληθούν να πληρώσουν το 2014 διπλό φόρο για την περιουσία τους, με βάση αντικειμενικές αξίες που είχαν θεσμοθετηθεί το 2007 και που δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Μάλιστα, επειδή το νέο σύστημα φορολόγησης αφήνει ένα κενό 250 εκατ. ευρώ, αποφασίστηκε να μειωθεί αντίστοιχα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Με άλλα λόγια, μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια, βλέπουμε να «μπαλώνονται» όπως όπως δημοσιονομικές τρύπες, με φοροεπιδρομές, περικοπές και στέρηση πόρων από την πραγματική οικονομία.
Κι όσο συμβαίνουν αυτά, συνεχίζεται η προκλητική αδυναμία του κράτους να εφαρμόσει πολιτικές με άμεσο και σημαντικό δημοσιονομικό όφελος.
Είναι πρόκληση να επιβάλλονται νέοι ή βαρύτεροι φόροι, όταν μετά από τέσσερα χρόνια, οι αποκρατικοποιήσεις συνεχίζουν να εξελίσσονται με ρυθμό χελώνας. Όλο αυτό το διάστημα, τα έσοδα από το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν έχουν ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ. Ο ετήσιος στόχος για το 2013 δεν θα επιτευχθεί ούτε κατά το 50%. Εντός του τελευταίου τριμήνου, θα έπρεπε να έχουν ξεκινήσει επτά αποκρατικοποιήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες έπρεπε να βρίσκονται σε εξέλιξη ήδη από το 2012. Η μόνη πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσιοποιήθηκε ήταν αυτή της Τραινοσέ. Αντίστοιχη δυστοκία παρατηρείται και στον τομέα της αξιοποίησης των ακινήτων του δημοσίου.
Είναι πρόκληση να φορολογείται με ληστρικό τρόπο η ακίνητη περιουσία, όταν το κράτος εξακολουθεί να χάνει κάθε χρόνο 10 δισ. ευρώ από το ΦΠΑ. Την τετραετία 2008 2012 η Ελλάδα είχε αθροιστικά απώλεια εσόδων ύψους 40 δισ. περίπου, ένα μεγάλο μέρος των οποίων οφείλεται στη φοροδιαφυγή. Παρ όλα αυτά, εκτός από το ετήσιο «σήριαλ» της συλλογής αποδείξεων, δεν έχουμε δει κανένα ουσιαστικό μέτρο για την ενίσχυση της διαφάνειας στις συναλλαγές. Δεν έχουμε δει κανένα κίνητρο προς επιχειρήσεις και καταναλωτές για την ενθάρρυνση των ηλεκτρονικών πληρωμών, δεν έχουμε δει καμία κίνηση για να επιταχυνθεί η εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Στο μεταξύ, το κράτος συνεχίζει να χάνει έσοδα, οι συνεπείς καταναλωτές και επιχειρήσεις λιγοστεύουν και οι τρύπες καλύπτονται με νέα μέτρα.
Ως πότε πιστεύουν οι ιθύνοντες του φορολογικού επιτελείου ότι θα έχουν την ανοχή των φορολογουμένων; Η ελληνική κοινωνία είναι αυτή που υπέστη τις μεγαλύτερες θυσίες σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Κι αντί τώρα να βρίσκεται ένα βήμα πριν την έξοδο από την κρίση, όπως συμβαίνει στην Ιρλανδία και στην Ισπανία, αναρωτιέται πόσο πιο βαθιά θα πρέπει να βάλει ακόμα το χέρι στην τσέπη. Κάποιος πρέπει να αντιληφθεί ότι αρμενίζουμε στραβά, πριν να είναι πολύ αργά.