Ο Γενικός ΔΤΚ για ένατο συνεχόμενο μήνα καταγράφει αρνητικό πρόσημο –2,9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο αποπληθωρισμού για τα τελευταία 52 έτη στη χώρα μας. Η ετήσια διολίσθηση του δείκτη οφείλεται εν πολλοίς στις μειώσεις δεικτών που αφορούν ομάδες αγαθών και υπηρεσιών όπως η «Ένδυση & Υπόδηση» κατά -11,5%, η κατηγορία «’λλα Αγαθά & Υπηρεσίες» κατά -4,9%, η «Εκπαίδευση» και οι «Επικοινωνίες» κατά -4,2% κ.α. Παρεμφερής είναι και η εικόνα που διαμορφώνεται αναφορικά με τη μηνιαία μεταβολή του Γενικού ΔΤΚ, καθώς σε σχέση με το προηγούμενο Οκτώβριο, καταγράφεται υποχώρησή του κατά -1,4%, με την σημαντικότερη πτώση (-9,8%) να παρατηρείται στη κατηγορία της «Ένδυσης και Υπόδησης», λόγω και του χειμερινού δεκαήμερου εκπτώσεων.

Η υποχώρηση του γενικού επιπέδου των τιμών, ως άμεση συνέπεια του υφεσιακού κύκλου στον οποίο έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, μπορεί από τη μία πλευρά να συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και στη θεωρητική αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων. Στην πραγματικότητα όμως οι παραπάνω εκφάνσεις αποτελούν τη μία μόνο όψη του νομίσματος. Κι αυτό γιατί η αποκλιμάκωση των τιμών δεν μεταφράζεται σε πτώση του κόστους απόκτησης όλων των βασικών αγαθών. Αντίθετα, σε πολλά από αυτά τα αγαθά σημειώθηκε άνοδος των τιμών τους (πχ γαλακτοκομικά και αυγά (+1,7%), νωπό μοσχάρι (+2,1%), νωπές πατάτες (4,5%), φάρμακα (+25,3%), ηλεκτρισμός (+18,7%) κ.ά.).

Παράλληλα, η μείωση των τιμών σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των εισοδημάτων κατά -32% δυσχεραίνει την προσπάθεια επιχειρήσεων και νοικοκυριών στην αποπληρωμή των χρεών τους απέναντι στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αφού διογκώνεται η πραγματική αξία των οφειλόμενων τόκων, καθώς το πραγματικό επιτόκιο, και συνεπώς το κόστος χρήματος, αυξάνεται. Ακόμη, όταν οι καταναλωτές προσδοκούν περαιτέρω υποχώρηση των τιμών στο μέλλον, αναβάλλουν τις σημαντικές αγορές τους, ρίχνοντας με αυτόν τον τρόπο την εγχώρια οικονομία στην «παγίδα του αποπληθωρισμού». Τέλος, ο αποπληθωρισμός επηρεάζει αρνητικά το ονομαστικό ΑΕΠ και συνεπώς όλους τους δείκτες που εκφράζονται ως λόγος αυτού και κυρίως του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρέχοντας έτσι πολλές φορές λανθασμένη πληροφόρησ