Η Ιρλανδία είναι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης, που καταφέρνει να αφήσει πίσω της το Μνημόνιο, ανακτώντας την οικονομική και δημοσιονομική ανεξαρτησία της. Από τα μεσάνυχτα της περασμένης Κυριακής, βγήκε και επισήμως από το μηχανισμό στήριξης, στον οποίο είχε προσφύγει το Δεκέμβριο του 2010, όταν η στεγαστική και κατασκευαστική φούσκα οδήγησε σε κατάρρευση τον τραπεζικό της τομέα. Έχοντας μάλιστα διασφαλίσει αρκετούς πόρους για την κάλυψη των αναγκών της μέχρι το 2015, η Ιρλανδία αποφάσισε να μη ζητήσει προληπτική γραμμή πιστώσεων από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, κατά την αρχική φάση εξόδου στις αγορές.
Για τις χώρες οι οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται σε πρόγραμμα προσαρμογής, όπως η Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα μήνυμα αισιοδοξίας, αλλά και μια ευκαιρία προβληματισμού. Η Ιρλανδία αποδεικνύει ότι υπάρχει ζωή και μετά το Μνημόνιο, χωρίς κανείς να χρειαστεί να το σκίσει, ή να το ακυρώσει μονομερώς «με ένα νόμο και ένα άρθρο», ή να απειλεί με ολοκαύτωμα την υπόλοιπη ευρωζώνη. Ποια είναι τα διδάγματα που θα μπορούσε να αντλήσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η ελληνική κοινωνία από το παράδειγμα της Ιρλανδίας;
Σαφώς, οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών είναι σημαντικές. Στην Ιρλανδία η κρίση προέκυψε ως συνέπεια των ανισορροπιών του ιδιωτικού τομέα, ενώ στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο. Η οικονομία της Ιρλανδίας ήταν ήδη εξωστρεφής και ιδιαίτερα ανταγωνιστική, με τις αδυναμίες να δημιουργούνται λόγω της ελλιπούς εποπτείας. Παρ’ όλα αυτά, όμως, αξίζει να επισημάνουμε ορισμένα σημεία, ως αφορμή για σκέψη.
Πρώτον, το γεγονός ότι και στην Ιρλανδία, το κοινωνικό κόστος της προσαρμογής είναι τεράστιο. Στο πλαίσιο του πακέτου βοήθειας των 85 δισ. ευρώ, που συμφώνησε με την τρόικα, η χώρα αναγκάστηκε να εφαρμόσει σκληρά μέτρα λιτότητας τα τελευταία τρία χρόνια. Εκτιμάται ότι από το 2010 εγκατέλειψαν την Ιρλανδία περίπου 300.000 άνθρωποι, αναζητώντας εργασία στο εξωτερικό, η ανεργία έφθασε στο 15,1% και η ακίνητη περιουσία έχει απαξιωθεί σε ποσοστό που φθάνει μέχρι και 50% σε ορισμένες περιοχές. Γι’ αυτό, άλλωστε και οι δηλώσεις της Ιρλανδικής πολιτικής ηγεσίας είχαν κάθε άλλο παρά πανηγυρικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με την εμφανή προσπάθεια ορισμένων Ευρωπαίων αξιωματούχων – όπως ο κ. Όλι Ρεν – να παρουσιάσουν την περίπτωση της Ιρλανδίας ως επιβεβαίωση αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων προσαρμογής.
Δεύτερο σημείο, είναι ότι η έξοδος από το Μνημόνιο δεν σηματοδοτεί το τέλος των δυσκολιών. Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός, τόνισε στο διάγγελμά του ότι ο λαός του ανακτά την εθνική του υπερηφάνεια, αλλά προειδοποίησε ότι η ζωή των πολιτών δεν θα αλλάξει σε μια νύχτα. Πολλά μέτωπα στην οικονομία της Ιρλανδίας παραμένουν ακόμη ανοιχτά, ενώ η λιτότητα θα συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια, καθώς η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί ουσιαστικά προϋπόθεση για το δανεισμό από τις αγορές.
Το τρίτο και σημαντικότερο μήνυμα προέρχεται από μια δήλωση του αντιπροέδρου της Ιρλανδικής κυβέρνησης, πριν από λίγους μήνες: «δεν θέλουμε να κάνουμε μαθήματα σε κανέναν. Θέλουμε μόνο εμείς να μάθουμε το μάθημά μας για την αποτυχία των εποπτικών μηχανισμών στο τραπεζικό μας σύστημα και τη φούσκα στην αγορά ακινήτων, που οδήγησαν στην κρίση». Ο δρόμος για την επόμενη μέρα ανοίγει πραγματικά, όταν αντιμετωπίζονται οι αιτίες της κρίσης. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε ακόμη στα βασικά. Σπαταλήσαμε πολύτιμο χρόνο, κρυμμένοι πίσω από το παραπλανητικό δίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή αναζητώντας «φταίχτες» εκτός Ελλάδας.
Ίσως το παράδειγμα της Ιρλανδίας μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας αφύπνισης. Το Μνημόνιο αργά ή γρήγορα θα τελειώσει. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν θα αρχίσει να «βρέχει λεφτά», ούτε τα προβλήματά μας θα λυθούν αυτόματα. Η ζωή μετά το Μνημόνιο, για την Ελλάδα θα σημαίνει ανεξαρτησία, αλλά και ευθύνη. Έστω και τώρα, είναι καιρός να αφήσουμε τη διχόνοια και τις ασκήσεις λαϊκισμού και να αποφασίσουμε που θέλουμε να πάμε την ελληνική οικονομία, πώς θα διαμορφώσουμε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, ικανό να στηρίξει ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθεί αυτό το πολιτικό μας σύστημα, όσο πιο ξεκάθαρα το πει στην ελληνική κοινωνία, τόσο το καλύτερο.