Η δημοκρατία αποτελεί τη δυσκολότερη από όλες τις πιθανές μορφές πολιτευμάτων, καθώς η ορθή λειτουργία της προϋποθέτει τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή των πολιτών, αλλά κυρίως τη συνεχή ενασχόληση τους με τα τεκταινόμενα. Παράλληλα, είναι και το πλέον εύθραυστο πολίτευμα, αφού πέραν των όποιων εξωτερικών ή εσωτερικών κινδύνων κατάλυσης της ,οι σοβαρότερες απειλές εδράζουν στις δομές λειτουργίας της.

Ο εφησυχασμός των πολιτών, των οργάνων και των εξουσιών είναι αυτός που τελικά τορπιλίζει την χρηστή διοίκηση, τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Για τον λόγο αυτό εξάλλου ο Σωκράτης παρομοίασε τον εαυτό του και τόνισε τη σημασία των ανθρώπων που λέγοντας αλήθειες, προσπαθούν να αφυπνίσουν τους πολίτες, να φέρουν εγρήγορση στο κράτος, όπως μία «αλογόμυγα» που τσιμπάει ένα καθαρόαιμο, αλλά νωθρό άλογο. Παρά το ότι οι συμπολίτες του έκριναν τη συνεισφορά του περισσότερο «ενοχλητική», παρά ωφέλιμη … η ιστορία τον δικαίωσε.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε την εγρήγορση αυτή. Η αποχή από τα κοινά, ειδικά των νέων ανθρώπων οδήγησε στη μεγέθυνση των ποσοστών των άκρων, ενώ η περιρρέουσα απαξίωση για τις πολιτικές διαδικασίες δεν οδήγησε στη δημιουργία νέων κοινωνικοπολιτικών σχηματισμών, αλλά στην «ιδιώτευση». Παράλληλα η αντιμετώπιση βασικών ζητημάτων βασίζεται περισσότερο στο «θυμικό», παρά στη λογική. Ασχολούμαστε με μεγάλη «τηλεοπτική» ένταση με τα ζητήματα επικαιρότητας, τα οποία εν συνεχεία επιλέγουμε να «λησμονήσουμε» ή στην καλύτερη περίπτωση αρκούμαστε στη νομοθετική λύση των προβλημάτων, αλλά όχι στην αντιμετώπιση των αιτίων που τα προκαλούν.

Έτσι μετά το αρχικό σοκ που η «είδηση» επιφέρει, ακολουθεί η σιωπή και ο εφησυχασμός είτε πρόκειται για προβλήματα καθημερινότητας, είτε για σημαντικά κοινωνικοοικονομικά ζητήματα. Το πράξαμε για πάνω από 30 χρόνια με την τρομοκρατία, το ανεχτήκαμε με τη βία στον αθλητισμό και τα πανεπιστήμια, εσχάτως το βιώνουμε και με τη δράση των άκρων.

Η δημοκρατία όμως δεν επιδέχεται εφησυχασμού, ούτε από τους «φύλακες» της που δεν είναι άλλοι από τους ίδιους τους πολίτες της. Για τον λόγο αυτό, τώρα που η χώρα βρίσκει ξανά τα πατήματα της στον οικονομικό τομέα και η χρηματοοικονομική κρίση αν και παρούσα φαίνεται να σταθεροποιείται, τώρα οφείλουμε περισσότερο από ποτέ να αναλάβουμε πολιτική και κοινωνική δράση, απέναντι στα κακώς κείμενα που ταλαιπωρούν

τους πολίτες και πληγώνουν την αξιοπρέπεια τους. Είναι γνώριμη η φράση «θα σας φέρω τα κανάλια», την οποία αγανακτισμένοι πολίτες χρησιμοποιούσαν στην προσπάθεια τους να βρουν σε σειρά περιπτώσεων το δίκιο τους. Η φράση αυτή, απλή αλλά γεμάτη αδιόρατη ισχύ, σηματοδότησε το πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της ευμάρειας και αντικαταστάθηκε από τη φράση «θα φωνάξω την Χρυσή Αυγή» στα χρόνια της κρίσης. Αποδεχτήκαμε με απλά λόγια, ότι αδυνατούμε να πραγματοποιήσουμε θεσμικές αλλαγές και να εξαλείψουμε τα προβλήματα στη δημόσια διοίκηση και υιοθετήσαμε τη λογική … «ας λύσω εγώ το μικροπρόβλημα μου και βλέπουμε».

Έτσι όμως τα προβλήματα ουδέποτε επιλύθηκαν, και οι πολίτες εμφάνισαν ανοχή απέναντι στα άκρα. Σήμερα, πρέπει καθένας από εμάς να πάρει απόφαση για το είδος της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής που θέλει να έχει η Ελλάδα μετά την κρίση. Οφείλουμε υπεύθυνα να αποφασίσουμε αν χρειαζόμαστε «μπαμπούλα» για να μπορούμε να λειτουργήσουμε ή αν θα διαμορφώσουμε τους θεσμούς και τις δομές εκείνες που το κράτος θα είναι παρόν για να διευκολύνει και να προστατεύει τους πολίτες του.

Κυρίως όμως, ας μην εφησυχάζουμε. Όχι γιατί απειλείται άμεσα η δημοκρατία μας, αλλά γιατί τώρα είναι ο σωστός χρόνος για να συσπειρωθούν οι δυνάμεις εκείνες που θα οδηγήσουν στην ανασυγκρότηση ενός κράτους θεσμών και διαφάνειας, ελπίδας και αξιοπρέπειας.

*δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής