Εδώ και τέσσερα χρόνια σχεδόν, έχει σπαταληθεί άπειρη ενέργεια και πολύτιμο απόθεμα εθνικής συνεννόησης και ομοψυχίας, στο πλαίσιο ενός πλαστού και αποπροσανατολιστικού διλήμματος σχετικά με το μνημόνιο. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που ωφελήθηκαν πολιτικά, παρουσιάζοντάς το ως υπεύθυνο για όλες τις δυσκολίες που περνά η χώρα. Όμως, παρά τα τεράστια λάθη που έγιναν κατά το σχεδιασμό και την εφαρμογή του,  το μνημόνιο δεν ήταν η αιτία, αλλά ένα οδυνηρό επακόλουθο της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας. Αντίστοιχα, βεβαίως, δεν έλειψαν και αυτοί που το χρησιμοποίησαν ως άλλοθι, ειδικά κατά το πρώτο διάστημα, για να επιβάλουν αντιαναπτυξιακές πολιτικές αντί διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενοχοποιώντας την τρόικα και τους δανειστές. Τώρα, η ίδια ιστορία δυστυχώς συνεχίζεται. Κάποιοι συνεχίζουν να στηρίζουν τον πολιτικό τους λόγο σε απειλές ή σε υποσχέσεις σχετικά με το μνημόνιο, συντηρώντας τη λογική των «στρατοπέδων».

Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το τέλος του μνημονίου, κάθε άλλο παρά θα μας «λύσει τα χέρια», όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Οι κανόνες που θέτει από το 2014 η Ε.Ε. και η ευρωζώνη στο σύνολο των μελών της, είναι πολύ πιο περιοριστικοί σε σχέση με το παρελθόν. Είτε η Ελλάδα υπογράψει νέο μνημόνιο είτε όχι, θα πρέπει να τηρεί μια σειρά από αυστηρούς  κανονισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνουν την υποχρέωση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, για επίτευξη μεσοπρόθεσμων στόχων και μηχανισμό αυτόματης διόρθωσης τυχόν αποκλίσεων, προληπτική εποπτεία και έλεγχο στην κατάρτιση και εκτέλεση των προϋπολογισμών, καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας» για κάθε προσφυγή στη χρηματοδοτική στήριξη του ΕΜΣ, καθώς και «διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών», για την έγκαιρη αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών που μπορεί να αποτυπώνονται στο εξωτερικό ισοζύγιο και άλλα μεγέθη. Αυτό σημαίνει ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, συνεπάγεται την αποδοχή ενός αυστηρού πλαισίου εποπτείας και την τήρηση κανόνων δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής.

Όμως, η ανάγκη για συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, δεν υπαγορεύεται μόνο από τη συμμετοχή στην ευρωζώνη. Για να πάψει να εξαρτάται από τις δόσεις της τρόικας, η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί στις αγορές, οι οποίες θα την αξιολογήσουν με πολύ αυστηρότερα κριτήρια σε σύγκριση με το παρελθόν. Για να μπορεί να αντλεί δανεισμό σε βιώσιμο κόστος, θα πρέπει να αποδεικνύει διαρκώς ότι τα δημοσιονομικά και οικονομικά της μεγέθη είναι υγιή και επιτρέπουν την εξυπηρέτηση του χρέους της.

 Η αλήθεια είναι, ότι ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξει νέο μνημόνιο, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στο παρελθόν και στην εποχή των άφθονων δανεικών. Αυτό που περιμένουμε, λοιπόν, από τα κόμματα, είναι να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις, για το πώς θα διαχειριστούν αυτή την πραγματικότητα και για το τι θα κάνουν προκειμένου η ελληνική οικονομία να καταφέρει να παράγει περισσότερους πόρους και θέσεις εργασίας. Το ψευδοδίλλημα του μνημονίου πρέπει να τελειώσει.