Έντονες είναι οι διαβουλεύσεις στο Μέγαρο Μαξίμου αλλά και στους μακρούς διαδρόμους της Ν.Δ ως προς το κατά πόσον θα πρέπει να επιχειρηθεί ένα διπλό άνοιγμα προς τον «μεσαίο χώρο» και τα «δεξιά καπετανάτα» όπως χαρακτηρίζονται, προκείμενου η κυρίαρχη συνιστώσα της κεντροδεξιάς να αποκτήσει δημοσκοπικό σφρίγος και κυβερνητική επάρκεια για τα επόμενα χρόνια.

Το λάθος που γίνεται είναι ο συσχετισμός του 1977 με τα δεδομένα τα σημερινά. Τότε ο δικομματισμός Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ συγκροτείτο , σήμερα «αποσυναρμολογείται» . Τότε ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος και ο Ανδρέας Παπανδρέου έπειθαν για τις αντιλήψεις τους για την πρόοδο, την ανάπτυξη και την σταθερότητα, για την ευρωπαϊκή πορεία ο πρώτος και για τον τρίτο για τον Σοσιαλισμό και την Αριστερά ο δεύτερος. Υπό την έννοια αυτή Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ αποτελούσαν κοσμοθεωρία, ηθική τάξη, υπόσχεση σε μια κοινωνία που πίστευε ότι η επόμενη μέρα της θα ήταν ασύλληπτα διαφορετική από όλες τις προηγούμενες.

Έτσι πιεζόμενο από δύο πλευρές το Κέντρο διασπάσθηκε και κατέρρευσε ενώ τα μερίδια του τα μοιράστηκαν η Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη πλευρά για τη Ν.Δ , στην οποία περίοπτη θέση και ισχύ είχε η δεξιά της, εκφραζόμενη τόσο από την πλευρά Αβέρωφ όσο και από την πλευρά Ράλλη , με το δυναμισμό που είχε κατόρθωσε να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της Εθνικής Παράταξης, που είχε αρχικά μερίδια της τάξης του 7%, ενώ το υπόλοιπο κατευθύνθηκε, στην αντι-Καραμανλική εκδοχή της στο ΠΑΣΟΚ, συμμετέχοντας στην γνωστή και ως πατριωτική του πτέρυγα.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το σήμερα; Προφανώς καμία. Η Ν.Δ αποτελεί ένα «μεσαίο χώρο» , ιδεολογικοπολιτικά ουδέτερο , απολύτως προσαρμοσμένη στον ευρωπαϊκό μονόδρομο , με νέο-φιλελεύθερες αγκυλώσεις που δεν πείθουν ότι αποτελούν διέξοδο από την παγίδα χρέους και τους κανόνες του «σκληρού» ευρώ που επιβάλει η Γερμανία.

Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη πλέον κλείνει τον πολιτικό του κύκλο και ιστορικά , ενσωματώνεται στην Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη της κίνησης των 58, εμπνεύσεως Σημίτη μαζί με μια μερίδα της ΔΗΜΑΡ( Λυκούδη, Παπαδόπουλο, Ψαρριανό) για τις επόμενες ευρωεκλογές, με τον κύριο όγκο των ψηφοφόρων του της εποχής του δικομματισμού να κατευθύνεται ή να έχει ήδη ενσωματωθεί στον ΣΥΡΙΖΑ.

’ρα τα περί «διπλού ανοίγματος» της Ν.Δ όπως το 1977 αποτελούν μάλλον φολκλόρ σχέδια επί χάρτου που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Οι συνθήκες στην κοινωνία ωθούν την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά να συνωθούνται στο Ευρωπαϊκό κέντρο, ανοίγοντας όμως το παιχνίδι για την Δεξιά και την Αριστερά στο πολιτικό, ιδεολογικό και εκλογικό πεδίο να προτείνουν λύσεις και να προβάλουν νέα πρόσωπα , σε διάφορες και διαφορετικές εκδοχές του ευρωσκεπτικισμού και της ανάκτησης της εθνικής διακυβέρνησης.

Ακόμη και με τον παρόντα εκλογικό νόμο –έκτρωμα , που δίνει 50 έδρες στο πρώτο κόμμα διαστρεβλώνοντας πλήρως την ψήφο των πολιτών , η δυναμική στην κοινωνία είναι τέτοια που το να υπάρξει αυτοδυναμία οποιουδήποτε κόμματος στις επόμενες εκλογές θεωρείται απίθανη. Αντίθετα τα κόμματα εξουσίας της Μεταπολίτευσης αποδιοργανώνονται, ομάδες βουλευτών βρίσκονται σε συνεχή μετακίνηση, διερευνητικές επαφές διαρκείας εξελίσσονται για την συγκρότηση νέων κομμάτων σε όλο το πολιτικό φάσμα.

’ρα οι παγιωμένες αντιλήψεις των καθεστωτικών δυνάμεων για την διαχείριση της εξουσίας είναι τουλάχιστον έωλες και δεν καταλήγουν πουθενά