Η Ελλάδα της κρίσης, που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και στα όρια της ουσιαστικής χρεοκοπίας, θα μπορούσε να περιγραφεί και με μια παράφραση κινηματογραφικού τίτλου: “Οι καλοί, οι κακοί και οι άσχετοι”.

Οι “καλοί” είναι εκείνοι που έχουν συναίσθηση της ευθύνης, ανεξαρτήτως του όποιου πολιτικού κόστους συνοδεύει τις πράξεις τους. Που θέλουν να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, και δουλεύουν για μια καινούρια Ελλάδα με αξίες και προοπτική. Είναι όλοι εκείνοι οι οποίοι δεν μασούν τα λόγια τους, δεν επιλέγουν τον ξύλινο πολιτικό λόγο για να κρύψουν τις ιδέες τους, αλλά αντιθέτως λένε την αλήθεια στον λαό και έτσι διαμορφώνουν μια σχέση εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας με τους πολίτες. 

Οι “κακοί” είναι όσοι επέλεξαν συνειδητά να στηρίξουν την πολιτική καριέρα τους στα ρουσφέτια και τον παλαιοκομματισμό. Εκείνοι που έβαλαν το δάχτυλο στο μέλι, και αποδεικνύεται τελικά ότι ασχολήθηκαν με την πολιτική για να πλουτίσουν, και όχι για να βοηθήσουν στην καλυτέρευση της ζωής των πολιτών. Εκείνοι οι οποίοι, προκειμένου να παραμείνουν στο προσκήνιο τα βρήκαν με τη διαπλοκή, συμβιβάστηκαν με τη διαφθορά και επέτρεψαν να χαθούν πολλές δεκαετίες για την Ελλάδα. 

“Οι άσχετοι” είναι εκείνοι που παραμένουν στο χθες. Που υπόσχονται τα πάντα στους πάντες, λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν. Είναι εκείνοι που οραματίζονται μια Ελλάδα τύπου Αργεντινής, που υπόσχονται μονομερή διαγραφή χρέους και αντάρτικο πόλεων απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους.  Χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες όλων αυτών που λένε. Που κάθε μέρα αλλάζουν απόψεις. Εκείνοι που μετά από πολλές μέρες βρήκαν να πουν κάτι για την Κεφαλλονιά, αντί να αφουγκρασθούν εγκαίρως την αγωνία των συμπολιτών μας.  

Η Ελλάδα μετά την κρίση χρειάζεται ένα ρεαλιστικό Εθνικό Σχέδιο, που θα στηρίζεται στις δικές μας δυνάμεις. Ένα Εθνικό Σχέδιο με άξονα το μέτρο: Πόσα μπορούμε να παράγουμε, και σε ποιους τομείς, και σύμφωνα με αυτά ποιές από τις ανάγκες μας μπορούμε να καλύπτουμε χωρίς να χρειάζεται να στηριχτούμε και πάλι σε δανεικά.

Το νέο εθνικό στοίχημα αφορά στο “ποιά Ελλάδα” θέλουμε μετά το Μνημόνιο. Μετά τα Μνημόνια. Τα μνημόνια που τελειώνουν.

Η Ελλάδα που επιστρέφει στις αγορές, μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το οποίο γυρίζει στους πολίτες για την ενίσχυση κρίσιμων τομέων και ομάδων, και τη ρύθμιση του χρέους μας ώστε να αποκτήσει προοπτική αδιαμφισβήτητης βιωσιμότητας, θα πρέπει να κοιτάζει μακριά και πέρα από τους αριθμούς.

 Να κάνουμε τους αριθμούς να δουλέψουν για το κοινό καλό. Προς όφελος των ανθρώπων, ειδικά εκείνων που δοκιμάστηκαν περισσότερο, εκείνων που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες.

Μαζί με τα Μνημόνια, να φήσουμε πίσω και την “παλαιά Ελλάδα”. Εκείνη που μας έκανε να ντρεπόμαστε. Και να επιδιώξουμε την ανανέωση του πολιτικού συστήματος, με ανθρώπους που δε θα βλέπουν την πολιτική ως επάγγελμα και ως τελευταίο καταφύγιο για να κάνουν κάτι στη ζωή τους, αλλά που θα μπορούν να πείσουν την κοινωνία ότι αλλάξαμε. Για να αλλάξει μαζί μας και η κοινωνία.