Ο Λάκης Τζορντανέλι έπαιζε σε κάτι ρετρό ραδιόφωνα της νιότης μου και πάντα επέλεγα να τον ακούω στη διαπασών.

Τα τραγούδια του με μετέφεραν στα 70s, σε ένα μεγάλο πάρτι με παντελόνια καμπάνα και κάπου την Ελενα Ναθαναήλ να λικνίζεται.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τόνι Σφήνος πάτησε πάνω σε αυτές τις μεγάλες επιτυχίες και έκανε εκ νέου επιτυχία με τα τραγούδια που συναισθηματικά μας μεταφέρουν σε χρόνο αιώνιο ενεστώτα, εκεί δηλαδή όπου είναι η ανεμελιά. Τ

ον συναντάω και βλέπω έναν άνθρωπο ακούραστο, γεμάτο ενέργεια και επιβιωτική δύναμη. Είναι σύντομος, κοφτός και μετρημένος και δεν αρέσκεται στην αναμνησιολογία, αλλά αγαπά το εδώ και τώρα των πραγμάτων.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη από Ελληνες γονείς και έζησε εκεί μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια.

Θυμάται τα παιδικά του χρόνια με μεγάλη νοσταλγία και δεν υπάρχει, θεωρεί, πιο ωραίο μέρος στον κόσμο από την Κωνσταντινούπολη, «αλλά δυστυχώς την έχουν πια οι Τούρκοι», λέει με μια μικρή πικρία.

ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 

Θυμάται την εξοχική του κατοικία στα Πριγκιπόννησα, το πατρικό στη Χάλκη και όλα τα παιδικά του χρόνια είχαν την αίγλη της υπεροχής, μια ζωή με άνεση και κάτι μαγικό στον αέρα. Θυμάται τον εαυτό του να τραγουδάει από πάντα και το τραγούδι ήταν σαν τις αναπνοές που παίρνουμε όλοι μας αβίαστα.

Επαιζε πιάνο και τραγουδούσε ήδη από την εφηβεία του και μάλιστα είχε καταφέρει πριν από τα δεκαοκτώ του και είχε φτιάξει ένα όνομα στην Πόλη.

Θα μπορούσε να έχει και εκεί λαμπερή διαδρομή, όμως ο ένας μετά τον άλλον οι Ελληνες έφευγαν από την Πόλη και αποφάσισε να έρθει και εκείνος στην Ελλάδα.

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οταν πρωτοήρθε στην Αθήνα, τα βρήκε σκούρα και τρόμαξε με την πόλη, που έμοιαζε αδηφάγα. Του φάνηκε μια σκληρή και άκαμπτη πόλη, όμως σιγά-σιγά βρήκε τις δικές του γωνιές και προσαρμόστηκε. Είχε έρθει όταν ήταν τεσσάρων χρόνων με τον πατέρα του και διατηρούσε μια φανταστική εικόνα, που δεν έμοιαζε με την πραγματικότητα. Εντελώς τυχαία, τον βρήκε μια μέρα στον δρόμο ο Λευτέρης Ιερεμίας και του είπε για ένα συγκρότημα, τους Cinquetti, που έψαχναν τραγουδιστή να τραγουδάει στα ιταλικά.

Ετσι, κόλλησε μαζί τους και το διάστημα 1967-1969 έπαιζαν κυρίως διασκευές ξένων επιτυχιών στα ελληνικά, που ήταν τότε μια τάση της εποχής.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Επιτυχίες του ήταν «Το κορίτσι του φίλου μου», διασκευή του ιταλικού «La donna di un amico mio» του Αλ Μπάνο, το «Υπερήφανη Μαίρη», διασκευή του «Proud Mary» των Creedence Clearwater Revival, καθώς και το «Αγοράζω παλιά». Αργότερα, έκανε σόλο καριέρα, διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έκανε την τεράστια επιτυχία του, τον «Τζένγκις Χαν». Η επιτυχία ήρθε απλόχερα, σαν μια στοργική παραμάνα να του καλογυάλισε το άστρο πάνω από την κούνια του.

Ηταν και η εποχή όμως τέτοια, θυμάται, και ο κόσμος φανατιζόταν με έναν άλλο τρόπο. Θυμάται τη ζωή να του δίνει χρήματα, επιτυχίες, θαυμάστριες, αναγνωρισιμότητα, όμως, όπως λέει, δεν καβάλησε κανένα καλάμι, γιατί είχε καταλάβει ότι η ζωή έχει τα πάνω και τα κάτω της και αποδεχόταν τα πάντα με φυσικότητα.

ΟΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ

Αργότερα ήρθαν άλλωστε και δύσκολα χαρτιά στα χέρια του. Παρουσίασε ανεύρυσμα, αλλά σώθηκε, την ώρα που η γυναίκα του ήταν έγκυος στην κόρη του και οι περιπέτειες που ακολούθησαν με την υγεία του τού έμαθαν να είναι πιο ήρεμος άνθρωπος, να μην παίρνει τίποτα βαρέως και να έχει τη συνείδησή του όσο πιο καθαρή γίνεται. «Πιστεύω στον Θεό. Παλιά πήγαινα και τακτικά στην εκκλησία. Πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη και θεωρώ ότι έχω έναν φύλακα άγγελο, που με βοηθάει στα πραγματικά δύσκολα». Θεωρεί ότι ευτύχησε και στην επιλογή συντρόφου, γιατί βρέθηκε ένας άνθρωπος που τον δέχτηκε στο εκατό τοις εκατό του και η αγάπη και η αποδοχή είναι πιο σημαντικές και από τον ίδιο τον έρωτα, που έρχεται και παρέρχεται. Η ζωή τού έχει δώσει πολλά μαθήματα. «Να μην παίρνουμε τίποτα σαν δεδομένο. Να μην κρατάμε τοξικότητα και κακίες μέσα μας και… κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό».

Η ΘΕΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Δέχτηκε και πισώπλατα μαχαιρώματα και αγνωμοσύνη, ακόμα και ζήλια, όμως δεν ήθελε να μένει για πολύ σε αυτές τις τοξικές καταστάσεις. Προτιμά να κάνει ζιγκ-ζαγκ στις κακοτοπιές και όχι να στέκεται στο πρόβλημα. «Η ζωή σού δίνει όλες τις αποχρώσεις. Από το να μένω σε αυτούς που με αδίκησαν, προτιμώ να θυμάμαι εκείνους που με βοήθησαν». Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι στους οποίους θα έλεγε «ευχαριστώ». Σε αυτούς που του έγραψαν τους στίχους, τα τραγούδια, ακόμα και σε εκείνους στην τηλεόραση που όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός στο διάλειμμα (τότε δεν είχε διαφημίσεις) έβαζαν για ένα τέταρτο τα τραγούδια του και έτσι τον μάθαινε ο κόσμος και του έκαναν απίστευτο καλό. Πιστεύει στην τύχη, αλλά και στις καλές εποχές. Τη σημερινή κατάσταση τη βρίσκει δύσβατη και κακοτράχαλη. «Ολοι πια τραγουδάνε και θέλουν να γίνουν τραγουδιστές. Μα πώς να τους απορροφήσει μια τόσο μικρή χώρα; Δεν αντέχει τόσους καλλιτέχνες, ακόμα και αν ο τόπος γνώριζε άνθηση, πόσω μάλλον τώρα. Πλέον δεν υπάρχει αγοραστικό κοινό για να τους απορροφήσει. Πού θα πάνε όλα αυτά τα παιδιά; Ούτε τα σκυλάδικα δεν φτάνουν». Τον ρωτάω αν η Ελλάδα της κρίσης τον αγγίζει. «Αν μ’ αγγίζει; Ε, βέβαια, τι είμαι; Θωρακισμένος; Ολους μας αγγίζει. Οι συντάξεις είναι της ντροπής, είναι δύσκολη η επιβίωση. Αναγκάζομαι να δουλεύω από εδώ και από εκεί και μπορεί η δουλειά να είναι σαν να παίρνω ένα χάπι που με κρατάει ζωντανό, αλλά είναι διαφορετικό. Επιλέγω τις δουλειές από το να έχω ανάγκη τις δουλειές και να μπαίνει σε αυτή την ηλικία το πρέπει».

Για το αύριο φυσικά είναι ανήσυχος γιατί δεν ξέρει τι μας ξημερώνει και ο ίδιος πιστεύει ότι δεν θα μάθει άλλα. Η κόρη του ίσως δει τα χειρότερα. Ο Λάκης Τζορντανέλλι θέλει να έχει την τύχη του Τζένγκις Χαν, να είναι αισιόδοξος και να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, όμως η αισιοδοξία πια στην Ελλάδα της κρίσης αγγίζει τα όρια της αφέλειας.

Η ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ

Φέτος το καλοκαίρι σκοπεύει να περιοδεύσει σε τριάντα πόλεις με ένα πολύ επιτυχημένο εγχείρημα, που ήταν ιδέα του Μάκη Δελαπόρτα και ξεκίνησε πέρυσι στη Θεσσαλονίκη. Μια μεγάλη γιορτή με τον Δάκη, την Μπέσσυ Αργυράκη και τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς σε όλες αυτές τις παλιές, αγαπημένες επιτυχίες, σε μια λογική ενός μεγάλου πάρτι, που περιφέρεται από πόλη σε πόλη μέσα στο γλυκό καλοκαίρι και μας θυμίζει πώς ήταν η γεύση της αθωότητας. Φεύγοντας από τον Λάκη Τζορντανέλλι, κατέβασα στο youtube το «Τζένγκις Χαν» και το άκουσα στη διαπασών.