Του Λάμπρου Καλαρρύτη - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Η προοπτική ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει προκαλέσει το «ενδιαφέρον» ξένων κέντρων, που παρακολουθούν στενά τις ελληνικές εξελίξεις. Ακόμα περισσότερο, έχει κινητοποιήσει ορισμένους από τους «ενδιαφερόμενους», οι οποίοι δεν περιορίζονται στην παρατήρηση των τάσεων, αλλά επιδίδονται σε ασκήσεις επί χάρτου -προς το παρόν- για να εξετάσουν αν έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα να επηρεάσουν το πολιτικό σκηνικό της «επόμενης ημέρας».

Το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο αποτελεί αντικείμενο αναλύσεων των ξένων πρεσβειών στην Αθήνα και ενημερωτικών σημειωμάτων προς τις ευρωπαϊκές και υπερατλαντικές πρωτεύουσες. Σύμφωνα με πληροφορίες των «Παραπολιτικών», το τελευταίο διάστημα υπήρξαν συναντήσεις και ζυμώσεις ξένων παραγόντων στην Αθήνα σχετικά με τις επερχόμενες εξελίξεις.

ΟΙ ΑΚΡΑΙΟΙ

Αιτία της αυξημένης ενασχόλησής τους με την ελληνική υπόθεση είναι ότι δεν έχουν αποκωδικοποιήσει τις προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα και κυρίως -όπως αναφέρουν στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» πηγές με άμεση γνώση των σχεδιασμών- τη δυνατότητά του να ελέγξει τις διάφορες «ακραίες», κατά τους ίδιους, συνιστώσες και ομάδες.

Στόχος τους είναι να επιχειρήσουν επηρεασμό (μιντιακό- επικοινωνιακό, οικονομικό, πολιτικό-διπλωματικό) των συνθηκών κατά τρόπο που θα οδηγήσουν «αναγκαστικά» στη «μεγάλη συγκυβέρνηση» (και στον μεγάλο συμβιβασμό) ΣΥΡΙΖΑ – Ν.Δ.

Ο λόγος της απόπειρας χονδροειδούς παρέμβασής τους είναι ότι δεν προτίθενται να «αποχωρήσουν» από τη χώρα και να παραιτηθούν από τον όποιο έλεγχο ασκούν, πολύ περισσότερο όταν η Ελλάδα βρίσκεται εν μέσω δημοσιονομικού και δανειακού προγράμματος, με τα δάνεια πλέον να οφείλονται σε κράτη, μέσω του ESM, και στην ΕΚΤ.

Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ περί διαγραφής μέρους του χρέους, ακόμα και μονομερώς αν χρειαστεί, και η διαβεβαίωση ότι σε κάθε περίπτωση θα υπάρξει μερική τουλάχιστον στάση πληρωμών τοκοχρεολυσίων, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στην «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης», προφανώς δεν αφήνουν αδιάφορους τους δανειστές και τους συν αυτοίς.

Πέραν των δανείων, υφίστανται οι διαχρονικοί γεωπολιτικοί λόγοι για τους οποίους συνωστίζονται στη χώρα ξένες δυνάμεις σε έναν αέναο πόλεμο επιρροής. Πολύ περισσότερο όταν στη γεωστρατηγική αξία της περιοχής προστέθηκε και η βεβαιότητα για σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, με αποτέλεσμα να έχει ανέβει ο διπλωματικός πυρετός.

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ

Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» είχαν αποκαλύψει ότι εδώ και καιρό, όταν φάνηκε η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και η ραγδαία εξέλιξή του σε κόμμα με προοπτική εξουσίας, υπερατλαντικά κέντρα αποφάσεων εξέτασαν τα πιθανά σενάρια περαιτέρω «διάπλασής» του. Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι είχε τις «προδιαγραφές» να μετεξελιχθεί σε αστικού τύπου κόμμα.

Εν κατακλείδι, είναι σαφής η προσπάθεια των εμπλεκομένων να οριοθετήσουν το ελληνικό πολιτικό σκηνικό και τις πιθανές εναλλαγές του με τρόπο που θα αποκλείει μεγάλες αποκλίσεις ή ανατροπές, αφενός από το οικονομικό πρόγραμμα, αφετέρου, και κυρίως, από το γενικότερο ευρωατλαντικό πλαίσιο.

Το μπαράζ δηλώσεων αρμόδιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ότι αν γίνει κυβέρνηση, θα βγάλει τη χώρα από το ΝΑΤΟ, χτύπησε καμπανάκια και επιβεβαίωσε την αντίληψη πολλών εκτός Ελλάδας ότι πρέπει να γίνουν «κινήσεις» για να αποφευχθούν τυχόν απρόοπτα. Παρ’ ότι η έξοδος από το ΝΑΤΟ δεν θεωρείται απειλή που θα υλοποιηθεί, οι επίσημες δηλώσεις στελεχών προκαλούν νευρικότητα σε συγκεκριμένα ακροατήρια. Γι’ αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας φρόντισε από το βήμα της ΔΕΘ να καθησυχάσει διευκρινίζοντας ότι «δεν αποτελεί προτεραιότητά μας, στις σημερινές συνθήκες, η έξοδος της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ»…

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει τα σενάρια (όπως τα γνωρίζουν στη Ν.Δ. και στο ΠΑΣΟΚ), γι’ αυτό και μία αποστροφή της συνέντευξής του στη Θεσσαλονίκη είχε ιδιαίτερη σημασία για όσους ξέρουν τους σχεδιασμούς. «Δεν μπορούμε να συνεργαστούμε με όσους μας οδήγησαν εδώ. Συγκυβέρνηση με Σαμαρά και Βενιζέλο δεν θα κάνουμε. Δεν θα υπογράψουμε εμείς συμφωνητικά, ούτε θα μας τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί για να γευτούμε ορισμένες ώρες τη γλύκα της εξουσίας. Εμείς είμαστε από άλλο ανέκδοτο»…


Μελετώντας λεπτομερώς κάθε ενδεχόμενο


Το σενάριο της «μεγάλης συγκυβέρνησης» και οι τρόποι υλοποίησής του έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε πολλά εγχώρια… τραπέζια, αν και ορισμένοι ισχυροί οικονομικοί πόλοι έχουν ενσωματώσει στον σχεδιασμό τους και άλλες εκδοχές, ακόμα και αυτή της αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα ενδεχόμενο, σύμφωνα με όσα συζητούνται, είναι η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ να είναι τέτοια που να μην τίθεται θέμα αμφισβήτησης για το αν θα είναι ο Αλέξης Τσίπρας πρωθυπουργός και η Ν.Δ. να αποδεχθεί να συγκυβερνήσει αφού αλλάξει η ίδια αρχηγό.

Το έτερο σχέδιο είναι η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τρίτο πρόσωπο κοινής αποδοχής. Το ερώτημα που απασχολεί τα διάφορα κέντρα είναι «και γιατί να δεχθεί ο Αλέξης Τσίπρας “γαλαζο-κόκκινη” συγκυβέρνηση, εάν κι εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα, αν κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι πρωθυπουργός δεν θα είναι ο ίδιος;».

Η πρώτη απάντηση που δίνουν είναι ότι «αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα, αλλά όχι αυτοδύναμο, θα υποχρεωθεί να συμμετάσχει σε κάποια λύση, διότι κανείς δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων».

Η Κουμουνδούρου, γνωρίζοντας τα σενάρια, έχει σπεύσει να απαντήσει προκαταβολικά, διαμηνύοντας ότι θα προσφύγει ξανά και ξανά σε κάλπες. Στην πράξη όμως αυτό ίσως αποδειχθεί δύσκολο.

Το δέλεαρ -λένε- θα μπορούσε να είναι η αποδοχή μέρους των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ούτως ώστε να μπορέσει να επικαλεστεί ότι κατάφερε να αλλάξει προς το καλύτερο την κατάσταση, επιτυγχάνοντας ό,τι είναι δυνατό, προκειμένου να αποφύγει η χώρα την παρατεταμένη αστάθεια, και να υποσχεθεί ότι, εφ’ όσον εκλεγεί αυτοδύναμα σε επόμενη φάση, θα εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Σε κάθε εκδοχή συνεργασίας πάντως, ακόμα και αν αυτή δεν περιλαμβάνει τη Ν.Δ., αλλά το ΠΑΣΟΚ ή τους ΑΝ.ΕΛ., αν μπει ο ένας ή ο άλλος στη Βουλή, η εκτίμηση και η πρόβλεψη είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα δείξει την έξοδο στις δυνάμεις εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ -συνιστώσες, ομάδες, πρόσωπα- που δεν πρόκειται να συμβιβαστούν ούτε με την ενδεχόμενη αυτοδύναμη κυβερνητική προοπτική του κόμματος λόγω του στοιχειώδους ρεαλισμού που αυτή απαιτεί.