Του Θανάση Φουσκίδη- Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ξεκάθαρη στρατηγική... ρήξης με τα λεγόμενα «παραδοσιακά τζάκια» ακολουθεί η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να αποκομίσει επικοινωνιακά οφέλη, αλλά και να στείλει τα αντίστοιχα μηνύματα στους δανειστές. Πρόκειται, ουσιαστικά, για επανάληψη αντίστοιχων πρωτοβουλιών της προηγούμενης κυβέρνησης, καθώς τα απτά αποτελέσματα στο μέτωπο της φορολόγησης των δραστηριοτήτων της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, αλλά και ο έλεγχος των δανείων των μεγάλων μιντιακών μαγαζιών (κυρίως) συνιστούσαν πάγιο αίτημα ιδίως της γερμανικής πλευράς. Χαρακτηριστικές, εξάλλου, ήταν οι περιπτώσεις των Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, Βίκτωρα Ρέστη και άλλων επιχειρηματιών, οι οποίοι στο επίκεντρο της δράσης τους είχαν και τις επενδύσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ωστόσο, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, με φόντο την ανάγκη να απευθυνθεί όχι μόνο στην αγωνιώσα για τις εξελίξεις στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς ελληνική κοινωνία, αλλά και στο εσωκομματικό ακροατήριό της, επιλέγει να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. «Ελλείψει άρτου, αλλά και ορατής λύσης, δίνεται τη δεδομένη χρονική στιγμή μεγαλύτερη βάση στο θέαμα», λένε με νόημα παράγοντες της αγοράς. Ο πρώτος στόχος είναι, βεβαίως, οι επιχειρήσεις των media, λόγω της οικονομικής τους κατάστασης και της δανειοδότησής τους από τις τράπεζες, καθώς και του θολού τοπίου που επικρατεί αναφορικά με τις άδειες των τηλεοπτικών καναλιών.

«ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ»
Ενδεικτικά των προθέσεων του Μαξίμου ήταν τα γεγονότα με τον Λεωνίδα Μπόμπολα, για τον οποίο οι προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες κινήθηκαν, σύμφωνα με την πλευρά του επιχειρηματία, νωρίτερα από τη λήξη της προθεσμίας για την τακτοποίηση της υπόθεσης των 1.800.000 ευρώ (η καταληκτική ημερομηνία ήταν με βάση τις ίδιες πηγές, μια ημέρα πριν, ενώ ο αδελφός του, Φώτης, που ηγείται των οικογενειακών επιχειρήσεων στα ΜΜΕ είχε ήδη καταβάλει το αντίστοιχο ποσό). Υπενθυμίζεται πως η μεγάλη επιχειρηματική οικογένεια, που δραστηριοποιείται στον χώρο των κατασκευών και ταυτόχρονα είναι ιδιοκτήτρια της «Πήγασος» και πλειοψηφούσα μέτοχος του Mega, είχε «φωτογραφηθεί» επανειλημμένως σε τοποθετήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την κυβερνητική βούληση περί καταπολέμησης της διαπλοκής. «Ετσι όπως έγιναν τα πράγματα στην περίπτωση του Λεωνίδα, πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μια unfair κίνηση», επισημαίνουν αξιόπιστες νομικές πηγές. Την ίδια ώρα, διά στόματος του υπουργού Εσωτερικών, Νίκου Βούτση, άνοιξε και επίσημα για την κυβέρνηση το θέμα της σύμβασης με την Digea, αφού με αφορμή σχετική ερώτηση του βουλευτή της Ν.Δ., Κ. Βλάση, ο υπουργός προανήγγειλε έρευνα για «τυχόν ευθύνες δημόσιων παραγόντων που ενήργησαν κατά του δημοσίου συμφέροντος». Αλλωστε, σε αυτή την κατεύθυνση κινείτο και η πρόβλεψη που είχε συμπεριληφθεί στο νομοσχέδιο για την ΕΡΤ, σύμφωνα με την οποία το δίκτυο της κρατικής τηλεόρασης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και από τρίτους, με αποτέλεσμα η Digea να αποκτά έναν εν δυνάμει ανταγωνιστή. Νωρίτερα τη σύμβαση με την Digea είχε στιγματίσει και ο αν. υπουργός Υποδομών Χρ. Σπίρτζης με επιστολή του στην ηγεσία της ΕΕΤΤ.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Στον αντίποδα, με φόντο τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για ανακάτεμα της τράπουλας στο κομμάτι των τηλεοπτικών αδειών, αλλά και τις οικονομικές απαιτήσεις της από τα μεγάλα κανάλια (οι κυβερνώντες έσπευσαν να βεβαιώσουν το φόρο του 2% στους τηλεοπτικούς σταθμούς, που αντιστοιχεί σε ποσό 24 εκατ. ευρώ), οι καναλάρχες οργανώνουν μέτωπο αντίδρασης, βάζοντας κυρίως στο στόχαστρό τους το modus operandi του Νίκου Παππά. «Λειτουργεί σαν πρωθυπουργεύων και ειδικά στο θέμα των Μέσων θυμίζει έντονα κάτι από Ρουσόπουλο», σχολιάζουν κύκλοι πέριξ των ιδιοκτησιών των πανελλήνιας εμβέλειας τηλεοπτικών σταθμών. Η πλειονότητα των επικρίσεων για τους χειρισμούς του υπουργού Επικρατείας προέρχεται από την πλευρά του ΔΟΛ και του Σταύρου Ψυχάρη (που μαζί με τις πλευρές Μπόμπολα και Βαρδινογιάννη αποτελούν τους κεντρικούς πόλους του μετοχολογίου του Mega), που εσχάτως έχουν υιοθετήσει ακόμη πιο σκληρή στάση έναντι της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Τόσο σε ό,τι αφορά το κομμάτι της έλλειψης ρευστότητας όσο και στην έξαρση του Μεταναστευτικού. Ταυτόχρονα, έντονα επικριτικός προς την κυβέρνηση εξακολουθεί να εμφανίζεται και ο ΑΝΤ1 της οικογένειας Κυριακού, ακολουθώντας την τακτική που είχε υιοθετήσει και προ των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Αντίθετα πολύ πιο συγκαταβατικός είναι ο ΑLPHA του Δημήτρη Κοντομηνά, καθώς ο δίαυλος επικοινωνίας της Κάντζας με το Μέγαρο Μαξίμου ουδέποτε έπαψε να υφίσταται.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, πριν από μερικές ημέρες, πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο «Plaza», κάτω από άκρα μυστικότητα, συνάντηση καναλαρχών, στην οποία μεταξύ άλλων παραβρέθηκαν οι Γιάννης Βαρδινογιάννης, Γιάννης Αλαφούζος και ο επικεφαλής του Star, Πάνος Κυριακόπουλος. Στη διάρκεια της συνομιλίας έπεσε στο τραπέζι ακόμη και η ιδέα του «μαύρου», ωστόσο κατόπιν προτροπής του Γιάννη Βαρδινογιάννη εγκαταλείφθηκε το εν λόγω σενάριο ως ακραίο και αμφιβόλου αποτελεσματικότητας.

Τα «βαρίδια» του Αλαφούζου στον ΣΚΑΪ

Περισσότερο αγχωμένος στη συνάντηση καναλαρχών που έγινε στο «Plaza» εμφανίστηκε ο Γιάννης Αλαφούζος, καθώς το θέμα των αρνητικών ιδίων κεφαλαίων του ΣΚΑΪ (και ό,τι αυτό συνεπάγεται ενόψει του νέου νομοθετικού πλαισίου που διαμορφώνεται για τις τηλεοπτικές άδειες, όπως το περιέγραφαν τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» σε προηγούμενο φύλλο τους) έχει προκαλέσει σοβαρό «πονοκέφαλο» στο συγκρότημα του Φαλήρου, με το Μαξίμου να «δείχνει» ξεκάθαρα προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση αναφορικά με τον τερματισμό του «καθεστώτος αδιαφάνειας που χαρακτηρίζει επί χρόνια τη λειτουργία του εγχώριου τηλεοπτικού σκηνικού». Παράλληλα, σημαντικό βαρίδι για τον Γιάννη Αλαφούζο αποτελούν και οι μετοχές που έχουν στα χέρια τους ο καταζητούμενος επιχειρηματίας Πέτρος Κυριακίδης και η επίσης καταζητούμενη δικηγόρος Ελένη Σκούρα, καθώς και η προέλευση των κεφαλαίων που τοποθέτησαν στον ΣΚΑΪ. Ως εκ τούτου, η μετωπική του καναλιού με την κυβέρνηση συνεχίζεται συνεχώς κλιμακούμενη. Ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό στο Φάληρο δημιουργεί το πόρισμα των οικονομικών εισαγγελέων που ερευνούν τις διαδικασίες για τις ΑΜΚ στον ΣΚΑΪ. Συγκεκριμένα η τελευταία αύξηση ύψους 3 εκατ. ευρώ έγινε με μετρητά, τα οποία δεν κατατέθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό, ενώ εμφανίζονται υπογραφές των Κυριακίδη και Σκούρα. Παράλληλα δεν υπάρχει έγκριση από το ΕΣΡ, ενώ παραμένουν τα ερωτηματικά σχετικά με το αν μπορούν να δικαιολογηθούν από το Πόθεν Εσχες τα κεφάλαια που κατέληξαν στον ΣΚΑΪ από τους δύο καταζητούμενους μετόχους.