Φιλόλογος, δημοσιογράφος και πολιτικός. Ένας άνθρωπος που αγαπά τη γλώσσα και την έκφραση – και αυτό φαίνεται, άλλωστε, αφού κάθε ατάκα του μοιάζει υποψήφια για τίτλο. Ο Χρήστος Γιαννούλης, βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., μιλά στα «Π» με λόγο καθαρό, προσωπικό και ανθρώπινο. Στα δύσκολα επιδιώκει να μένει με ήσυχη συνείδηση, απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής, χαλαρώνει με την κιθάρα του, μαγειρεύει για όσους αγαπά και πιστεύει ότι η ευτυχία δεν κάνει θόρυβο — απλώς μυρίζει καμένο ξύλο και αλμύρα.

Διαβάστε την συνέντευξη του Χρήστου Γιαννούλη

Διαβάσατε το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα; Πώς σας φάνηκε; Θα πηγαίνατε στο κόμμα του;

«Το διάβασα, φυσικά. Όχι μόνο επειδή αφορά μια σημαντική πολιτική διαδρομή, αλλά γιατί πιστεύω ότι κάθε πολιτικός, ανεξαρτήτως παράταξης, οφείλει να μελετά ανθρώπους που σημάδεψαν την πρόσφατη Ιστορία. Το βιβλίο έχει ενδιαφέρον, γιατί βλέπεις τον Τσίπρα χωρίς τον θόρυβο της καθημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης. Έχει στιγμές αυτοκριτικής, στιγμές χιούμορ, στιγμές που ξεδιπλώνει το παρασκήνιο αποφάσεων που όλοι ζήσαμε. Τώρα, αν θα πήγαινα στο κόμμα του… Να σας πω κάτι; Στην πολιτική δεν πας κάπου επειδή διάβασες ένα βιβλίο ούτε επειδή σε “χαϊδεύει” μια ιδέα. Πας γιατί πιστεύεις ότι η δική σου διαδρομή συναντάται με μια συλλογική ανάγκη. Εγώ βρίσκομαι εκεί όπου νιώθω ότι μπορώ να είμαι χρήσιμος, δημιουργικός και έντιμος. Και εκεί όπου νιώθω ότι μπορώ να μιλήσω καθαρά, χωρίς να χρωστάω σε κανέναν. Αυτό είναι το μόνο “κόμμα” στο οποίο δεσμεύομαι: της αλήθειας και της ευθύνης. Νιώθω, πάντως, περήφανος που υπηρετώ τον ΣΥΡΙΖΑ από θέση ευθύνης — μια διαδρομή που καθορίστηκε τόσο από την εκλογή μου με την ηγεσία Τσίπρα όσο και από τη δουλειά που κάναμε τον τελευταίο χρόνο υπό την ηγεσία του Σωκράτη Φάμελλου. Έχουμε κάνει πολλή δουλειά».

Δημοσιογράφος, φιλόλογος και πολιτικός. Τι δηλώνετε τελικά;

«Η σχέση με τη δημοσιογραφία, που ξεκίνησε το 1986, είναι τόσο ισχυρή που δεν κινδυνεύει από την πολιτική. Δεν άντεχα ποτέ τη μονοτονία. Αγαπώ τη γλώσσα και τους ανθρώπους που παλεύουν να εκφραστούν. Πιστεύω πως το ρεπορτάζ είναι η πιο ευγενής περιέργεια του κόσμου. Και πολιτικός, γιατί κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν μου αρκούσε να περιγράφω την πραγματικότητα — ήθελα να δοκιμάσω να τη βελτιώσω. Αν πρέπει να διαλέξω μία λέξη, θα έλεγα: πολίτης. Ενεργός πολίτης».

Με τη σύζυγό σας είστε 23 χρόνια παντρεμένοι και έχετε έναν γιο, τον Πάρη. Πώς γνωριστήκατε;«Εντελώς “αντι-ρομαντικά”: ως προϊστάμενος και υφισταμένη. Δεν επηρέασε όμως τη σφοδρότητα του έρωτα. Μας σύστησε ο πατέρας της και την ξαναείδα σε ένα συνέδριο, από αυτά που πας με διάθεση να φύγεις πριν καν μπεις. Εκείνη τη μέρα, όμως, κάτι έγινε. Ένα βλέμμα μισού δευτερολέπτου που έμοιαζε με υπόσχεση.Η πρόταση γάμου; Απλή και πολύπλοκη μαζί. Ένα ταξίδι σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια, στα χνάρια του Καβάφη και του Στρατή Τσίρκα, κι ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι στο Κάστρο του Πλαταμώνα. Της έδωσα κάτω από το τραπέζι το δαχτυλίδι που είχα δανειστεί από τη μητέρα μου. Γέλασε. Και είπε “ναι”. Σήμερα έχουμε έναν Πάρη που μας κάνει… υποδείξεις».

Ποια ήταν η πιο δύσκολη μέρα της ζωής σας;

«Όταν χρειάστηκε να πάρω μια απόφαση που επηρέαζε ανθρώπους που αγαπώ. Η πολιτική έχει διλήμματα που δεν τα μαθαίνει ποτέ κανείς. Εκείνη η μέρα με σημάδεψε, αλλά μου άφησε και κάτι πολύτιμο: καθαρή συνείδηση.Δεν μπορώ, επίσης, να ξεχάσω τη στιγμή που, λίγες ώρες μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, διαγνώστηκε με σπάνια μορφή καρκίνου ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο της οικογένειάς μου. Από τότε έμαθα να “αισιοδοξώ ακόμα και υπό απόγνωση”».

Στην πολιτική δεν πας κάπου επειδή διάβασες ένα βιβλίο ούτε επειδή σε «χαϊδεύει» μια ιδέα. Πας γιατί πιστεύεις ότι η δική σου διαδρομή συναντάται με μια συλλογική ανάγκη

 

Παίζετε κιθάρα. Πώς μπήκε στη ζωή σας;

«Από καθαρή… αταξία. Με έστειλαν να μάθω γερμανικά και κατέληξα στη μουσική. Έπιασα μια παλιά κιθάρα, έβγαλα έναν ήχο ανάμεσα σε παράπονο και γάτα που πονάει — και μαγεύτηκα. Είναι ο χώρος όπου τακτοποιώ όσα δεν προλαβαίνω να πω. Παίζω χειρότερα απ’ όσο νομίζω και καλύτερα απ’ όσο φοβάμαι».

Αγαπημένο τραγούδι;

«Το “Ένα αστείο είναι η ζωή” και το “Παπάκι”. Μια παραλία, φωτιά, φίλοι, κι ο μικρός Πάρης να μπερδεύει τους στίχους. Εκεί κατάλαβα ότι η ευτυχία είναι ήσυχη και μυρίζει καμένο ξύλο και αλμύρα».

Μαγειρεύετε σε επίπεδο Michelin;

«Αγαπώ το μέτρο. Μαγειρεύω καλά, όχι επαγγελματικά. Ριζότο με λεμόνι και θυμάρι, καρμπονάρα χωρίς κρέμα, μοσχαράκι με κόκκινο κρασί. Αλλά το καλύτερο πιάτο είναι πάντα αυτό που φτιάχνω για τους ανθρώπους που αγαπώ. Εκεί κρύβεται όλη η γεύση».

-Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά