Σοβαρές ενστάσεις τόσο για τη συνταγματικότητα όσο και για τις συνέπειες που θα επιφέρει το νέο πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση όπως αυτό εισάγεται με το πολυνομοσχέδιο εκφράζει η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής.

Στην έκθεσή της, η οποία δημοσιεύτηκε σήμερα το πρωί, η Επιστημονική Υπηρεσία επισημαίνει σαφώς ότι η υποχρεωτική προσφυγή στη διαμεσολάβηση, σε μια εξωδικαστική δηλαδή διαδικασία, προκαλεί προβληματισμό και ενδεχομένως θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στη δικαστική προστασία.

«Προβληματισμός δύναται να δημιουργηθεί, κατ' αρχάς, ως προς το κατά πόσον η έκταση της υποχρεωτικής προσφυγής στη διαμεσολάβηση, οι ειδικότεροι όροι οι οποίοι διέπουν τη διεξαγωγή της, καθώς και το κόστος που αυτή συνεπάγεται, θίγουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 20), αλλά και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» αναφέρει η επιστημονική υπηρεσία.  

Η έκθεση κάνει ειδική αναφορά και στην επιβάρυνση που θα προκαλέσει στον πολίτη η συγκεκριμένη ρύθμιση, κυρίως λόγω της υποχρεωτικής προσφυγής στη διαμεσολάβηση για μεγάλο αριθμό αστικών και εμπορικών διαφορών ακόμα και μικρής αξίας. «Επισημαίνεται, μάλιστα, ιδίως, ότι η παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά και η αμοιβή διαμεσολαβητή, η οποία είναι (εκτός ειδικότερων περιπτώσεων, περιοριστικώς αναφερόμενων στο άρθρο 194) κατ' ελάχιστον 170 ευρώ για δύο ώρες, και για απασχόληση πάνω από δύο ώρες η ελάχιστη ωριαία αμοιβή είναι 100 ευρώ, δύναται να οδηγήσει σε υπέρμετρο για τον πολίτη κόστος της διαμεσολάβησης, καθώς νομοθετικώς καθορίζονται, εν προκειμένω, μόνο κατ' ελάχιστον τα όρια αμοιβής των διαμεσολαβητών, όχι δε και τα μέγιστα όρια αυτών» αναφέρεται.  

Προβληματισμός ωστόσο εκφράζεται και για το άρθρο 196 με το οποίο προβλέπεται η δυνατότητα σύστασης και λειτουργίας ενώσεων προσώπων ή προσωπικών εταιρειών με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης. «Επειδή τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα μπορεί να έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, δεν αποκλείεται η απασχόληση των διαμεσολαβητών σε αυτά να υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή εγείρεται προβληματισμός για την πραγματική δυνατότητα του διαμεσολαβητή να ασκεί τα καθήκοντά του με αμεροληψία και ανεξαρτησία» επισημαίνει η έκθεση.