Αποτελεσματική, αλλά χωρίς να λείπουν οι επιμέρους διαφωνίες και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε μια σειρά ζητημάτων που άπτονται του Προγράμματος, χαρακτηρίζει το υπουργείο Οικονομικών τη συνεργασία με την τρόικα, απαντώντας στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στις απαντήσεις σημειώνει ακόμα ότι «η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος, δεδομένης της αδυναμίας πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου, ήταν, εκ των πραγμάτων, δυσχερής. Η κυβέρνηση προσπάθησε να συναινέσει σε μέτρα, στο πλαίσιο του εφικτού, με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό αντίκτυπο».

Όπως τονίζει ο κ. Στουρνάρας «πολλές φορές η Βουλή κλήθηκε να εγκρίνει μέτρα που ικανοποιούσαν μεν άμεσα δημοσιονομικούς στόχους αλλά που προκαλούσαν αρνητικό αντίκτυπο σε σημαντικά στρώματα του πληθυσμού. Ωστόσο, η σταδιακή αποκατάσταση των δημοσιονομικών ανισορροπιών και η ικανοποίηση στόχων του Προγράμματος (π.χ. δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος) ενισχύουν σταδιακά τη διαπραγματευτική θέση της χώρας)».

Η κριτική εστιάζεται σε τέσσερα σημεία: α) στο μικρό χρονικό διάστημα που δόθηκε για να επιτευχθούν ιδιαίτερα φιλόδοξοι στόχοι μεταρρυθμίσεων, β) στις αστοχίες στις προβλέψεις, όπως αυτή με τον πολλαπλασιαστή αλλά και στον ιδιαίτερα αισιόδοξο στόχο για το χρέος και δ) στο μείγμα πολιτικής που έδινε έμφαση στην αύξηση των φόρων. Παράλληλα αναγνωρίζεται ότι το Μνημόνιο οδήγησε σε σημαντικό κοινωνικό κόστος που αποτυπώνεται κυρίως στην υψηλή ανεργία.

Απαντώντας ο Γιάννης Στουρνάρας στο ερώτημα για το πόσο ικανοποιημένη είναι η ελληνική πλευρά με τους στόχους και τα αποτελέσματα του Προγράμματος, τονίζει μεταξύ άλλων ότι έπειτα από τέσσερα χρόνια μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής εξυγίανσης, η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας είναι εντυπωσιακή, οποιοδήποτε κριτήριο και αν χρησιμοποιηθεί, αναγνωρίζοντας παράλληλα, ότι η αξιοσημείωτη προσαρμογή συνοδεύτηκε, από σημαντικό κοινωνικοοικονομικό κόστος, αλλά και μεγάλη αύξηση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα για αναπτυγμένη χώρα. 

Τέλος ο υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι «πολύ αρνητικό ρόλο έπαιξαν οι δηλώσεις διαφόρων παραγόντων σχετικά με την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit). Οι δηλώσεις αυτές επιδείνωσαν σημαντικά την Ελληνική κρίση. Συνέπεια αυτών των δηλώσεων ήταν σημαντικές εκροές καταθέσεων και προβλήματα ρευστότητας, ενώ οι επενδύσεις αποθαρρύνθηκαν με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας».

Οι μειώσεις ήταν αναλογικά μεγαλύτερες στο πάνω μέρος των κατανομών των μισθωτών και, κυρίως, των συνταξιούχων. Οι απασχολούμενοι του ιδιωτικού τομέα επηρεάστηκαν κυρίως από τις συνέπειες της κρίσης.