Οι υδατάνθρακες διασπώνται κατά την πέψη σε σάκχαρα. Όταν τα σάκχαρα αυτά περνούν στο αίμα, παράγεται η ορμόνη ινσουλίνη ώστε τα σάκχαρα να εισέλθουν στα κύτταρα και να αξιοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας. Όταν τα σάκχαρα απορροφηθούν από τα κύτταρα, τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα πέφτουν. Στα άτομα με διαβήτη παρουσιάζεται μειωμένη ικανότητα παραγωγής και/ή αξιοποίησης της ινσουλίνης.

Στα άτομα με διαβήτη τύπου 1 δεν παράγεται καθόλου ινσουλίνη, ενώ στα άτομα με διαβήτη τύπου 2 παρατηρείται είτε αντίσταση στην ινσουλίνη ή μειωμένη παραγωγή προς εξισορρόπηση του σακχάρου.

Υπολογισμός υδατανθράκων: Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία συνιστά ποσότητα 45-60 γρ. υδατανθράκων ανά γεύμα. Η σύσταση βέβαια ποικίλλει ανάλογα με το φύλο, το βάρος και το μέσο επίπεδο σακχάρου του κάθε ασθενούς. Τα δημητριακά, τα ζυμαρικά και το ρύζι είναι τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, επομένως πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο στο πλαίσιο μιας διατροφής φιλικής προς τον διαβητικό, αν και δεν απαγορεύονται εντελώς. Ένα τρίτο του φλιτζανιού ρύζι παρέχει 15 γρ. υδατανθράκων, δηλαδή ποσοστό 25-35% της συνιστώμενης ποσότητας υδατανθράκων που μπορεί να περιλαμβάνει ένα γεύμα (με βάση τον στόχο των 45-60 γρ.). Καλό είναι το ρύζι να συνδυάζεται με υγιεινές πρωτεΐνες και καλά λιπαρά ώστε να περιοριστεί η επίδρασή του στα επίπεδα του σακχάρου.

Τύποι ρυζιού: Ο γλυκαιμικός δείκτης χρησιμοποιείται παραδοσιακά για να αξιολογείται πόσο γρήγορα διασπάται ένα τρόφιμο σε σάκχαρα. Οι τροφές με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη αυξάνουν πιο γρήγορα τα επίπεδα του σακχάρου και δεν πρέπει να καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες από έναν διαβητικό. Σε γενικές γραμμές, το λευκό ρύζι έχει υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από το καστανό, αν και ο γλυκαιμικός δείκτης κάθε μεμονωμένου προϊόντος που υπάρχει στην αγορά διαφέρει. Ορισμένες ποικιλίες μακρύκοκκου ρυζιού και ρυζιού μπασμάτι έχουν επίσης χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από το κοινό λευκό ρύζι.
πηγή:tastyday.gr