του Τάσου Θεοδωρόπουλου - Secret - Εφημερίδα Παραπολιτικά 

Σαν τρελός θα ήθελα να την έχω γνωρίσει στη Βενετία. Το γιατί μη με ρωτάς... Την Αννα όποτε τη συναντώ την τοποθετώ σε ένα σκηνικό του μυαλού, κάπου στην άκρη της πραγματικότητας, όπως στην ουσία κάνει και η ίδια στις εμφανίσεις της. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι πρώτα της ήρθε η ιδέα του σκηνικού και μετά το ποια τραγούδια θα πει, ποια ενέργεια θα χρησιμοποιήσει ή τι θα αφήσει να ξεχυθεί πάνω σε αυτά. Σαν soundtrack.

Θες λόγο για το γιατί αυτό που λέμε «κλασικά μπουζούκια» πήγε φέτος άπατο, ενώ η Αννα έκανε ράφτινγκ; Επειδή δεν προσέφεραν κάτι ανάλογο σαν πακέτο. Λαϊκό, αλλά και φευγάτο, με τα όρια του έντεχνου και του λαϊκού ροκ, σπασμένα.

Τα παραπάνω είναι η πρώτη απάντηση στο «Πώς η Αννα σκότωσε τα μπουζούκια;», μολονότι πρώτα τα τίμησε και με το παραπάνω. Είναι η φάση του «δεν είμαι βαμπ» («αλλά είμαι»), «αλλά σίγουρα είμαι πλεούμενο». «Ελα αγέρι να βρω ταίρι κ.λπ. Κάπως έτσι, θαλασσινή στον αέρα και την αύρα της» (είπαμε Βενετσιάνα). Σαν να τη βλέπεις με μια τρίαινα πάνω από όλη την ελληνική showbiz να τρυπάει τα μπουζουξίδικα του τριήμερου, που είναι πλέον διήμερο (και το πάει για μονοήμερο, «Η αίθουσα διατίθεται και για γάμους»), με το ταλαιπωρημένο «έντεχνο» να το τρίβει σαν χαλαζία απολέπισης στα μούτρα της κάθε «είμαι μικρή και τριανταφυλλένια».

Aυτό είναι η δεύτερη απάντηση στο «Πώς η Αννα σκότωσε τα μπουζούκια;». Σε αντίθεση με μικρότερές της σε ηλικία, που κωλοκάθονται σε τηλεοπτικά σόου ή κάνουν καριέρα στην Πετσοκοφτούλα, η Αννα δουλεύει ακόμα κι όταν δεν δουλεύει, για να μαθαίνει τι είναι αυτό που δουλεύει. Αφουγκράζεται την πόλη, τα νέα συγκροτήματα και τις τάσεις με το ίδιο πάθος που το κάνει όταν πάει στο Λονδίνο (την ώρα που άλλοι συνάδελφοί της στο εξωτερικό λένε απλώς «Είδα του Harrods τα μάτια»).

Κάπου εκεί είναι που αφενός η Αννα έχει πει ξεκάθαρα «Δεν αντέχω άλλο». Σε μένα, σε φίλους, όχι με πικρία, αλλά με επιθυμία οξυγόνου. Τι δεν αντέχει; Την ξιπασιά, τη μιζέρια και την τριτοκοσμική νοοτροπία τού να τραγουδάει κι από κάτω να είναι ο λιώμας «ρε παλληκάρι, ωραίο κ@λο έχει η Βίσση». Κάπου εκεί και η Ελληνίδα απόλυτη σταρ (πιστέψτε με, αυτό το «απόλυτη» έχει κάτι τετελεσμένο μέσα της, που δεν το πολυγουστάρει).

Ναι, φυσικά θέλει και να την αγαπούν και να τη λατρεύουν, αλλά όχι επειδή «απολυτοποιήθηκε». Απλώς, επειδή είναι ο εαυτός της «στις 500 selfies καίγομαι», ψιθυρίζει χαμογελαστά στη βοηθό της, την ώρα που έξω από το καμαρίνι της γίνεται πανικός από κόσμο που θέλει να φωτογραφηθεί μαζί της. Εγώ στέκομαι στη γωνία ή κρύβομαι, να μη χαλάσω τις selfies. Ξαφνικά αισθάνομαι περίεργα που τόσα χρόνια δεν έχουμε βγάλει μαζί selfie κι εκεί κρύβεται (νομίζω) ο τρίτος λόγος που η Αννα ισοπέδωσε την κλασική μπουζουκοδόπιστα.

Σταδιακά, με φόβο και ανασφάλεια, όπως θα είχε οποιοσδήποτε, μου λέει (δεν μου λέει στην ουσία) τηλεφωνικά τι θα κάνει τον χειμώνα. Μου υπόσχεται να με καλέσει να δω μια πρόβα. Δεν το έχει κάνει ποτέ, γιατί ξέρει πως ούτε κι εγώ το θέλω. Εκεί είναι ο ορισμός, η αισθητική χυδαιότητα της selfie που θέλει να αποφύγει. H μετατροπή της πολυτιμότητας μιας στιγμής σε μοδάτα εμπορεύσιμη, φτηνά αγοραία και έτοιμη για διαγραφή με ένα «κλικ». Η Αννα είναι ερωτευμένη με την «έκπληξη», αλλά φροντίζει να είναι όντως έκπληξη.

». Το όνειρό της μάλλον μέχρι σήμερα είναι το «Hotel Ermou». Μου το έλεγε και μου το ξαναέλεγε: «Θέλω να κάνω κάτι που εγώ και το κοινό να είμαστε ένα, αλλά να ακούνε τη τραγούδια μου, να τα σέβονται και με αυτά να διασκεδάζουν. Ναι, και ποτά εννοείται να πίνουν και να κάνουν κέφι, αλλά να καταλαβαίνουν ότι εκεί πάνω υπάρχει ένας άνθρωπος που καταργεί την απόσταση μαζί τους και τους δίνει την ψυχή του. Πώς είναι τα κλαμπάκια έξω, που ανεβαίνει ο καλλιτέχνης και τζαμάρει με την ορχήστρα του, μόνος σε μια σκηνή;».

Επιμένω εγώ, αναίσθητος, προκειμένου να βγάλω κανένα αρθράκι: «Δώσε μου, ρε, μια αποκλειστικά, να βγάλω κανένα φράγκο. Δώσε μου ένα εξώφυλλο», να το μεταφράσω σε ευρώπουλα. «Ρε Τάσο, δεν το κάνω από ντιβισμό, ειλικρινά σ’ το λέω. Βαριέμαι, δεν με ενδιαφέρει. Δεν έχω τι να πω ή λόγο να κάνω γκλαμουράτη φωτογράφηση. Μόνο η δουλειά μου πλέον με ενδιαφέρει, το τραγούδι μου, το πάθος, η έκφραση. Να τσεκάρω τα όριά μου. Δεν αποκηρύσσω τίποτα από ό,τι έχω κάνει (περίπου), δεν ασκώ κριτική σε όσους το κάνουν, αλλά γουστάρω και τη διαφορετική ενορχήστρωση στα τραγούδια της ζωής μου. Εχω κάνει πολλά πειράματα στη διάρκεια της καριέρας μου και μακάρι να έχω το κουράγιο και να κάνω άλλα τόσα. Για μένα το τραγούδι είναι θάλασσα. Απλά. Δεν ξέρεις πού θα σε πάει κι αυτή είναι η ροκιά του».

Μόνο που σε αυτή τη θάλασσα που αγαπάς, Αννα, τα τελευταία χρόνια κάνεις τόσο θεαματικές «απλωτές» στο κολύμπι, που πίστες ονομάτων ψάχνουν ομαδικά να βρουν αν επιπλέουν ακόμα τα μπουζούκια τους, να τα χρησιμοποιήσουν για σωσίβια. Και το κάνεις τόσο φυσικά, ρε γαμώτο, λες και το νερό, το να βρέχεσαι, σε απελευθερώνει.