Την προεκλογική του δέσμευση να θέσει τα ζητήματα της Ελλάδος σε διεθνές επίπεδο συζήτησης και τα καυτά θέματα όπως το μεταναστευτικό να γίνουν ζητήματα της Ευρώπης και όχι μόνο της χώρας, έκανε πράξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις Βρυξέλλες. Μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικός για τις κινήσεις του στο συγκεκριμένο ζήτημα και στην απάντηση που έδωσε στον Κώστα Παπαχλιμίντζο και στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, όταν κατά την διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες ρωτήθηκε από τον δημοσιογράφο.

Πιο συγκεκριμένα ο απεσταλμένος των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις Βρυξέλλες,  ρώτησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το ζήτημα του μεταναστευτικού και κατά πόσο κοντά βρισκόμαστε στην διαδικασία προώθησης των μεταναστών σε άλλες χώρες.

«Δεν είμαστε ούτε πιο μακριά, ούτε πιο κοντά» ήταν η απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, σημειώνοντας ωστόσο: « Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ότι υπάρχει ένας Πρωθυπουργός της Ελλάδος ο οποίος έρχεται σε ένα Συμβούλιο και θέτει αυτό το ζήτημα ως κεντρικό ζήτημα προτεραιότητας για τη χώρα του. Δεν ξέρω αν συνέβαινε αυτό στο παρελθόν ή αν υπήρχε ένας γενικότερος εφησυχασμός γύρω από τα ζητήματα αυτά».

 

Ειδικότερα, η ερώτηση του Κώστα Παπαχλιμίντζου ήταν:

«Κύριε Πρόεδρε, να κλείσουμε με το μεταναστευτικό. Από ό,τι έχω καταλάβει και απ’ όλες τις συνεντεύξεις που έχετε δώσει -και την σημερινή και τις προηγούμενες μέρες- το σημείο κλειδί είναι η μετεγκατάσταση στις υπόλοιπες χώρες, στα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα συμπεράσματα, εγώ δεν έχω αντιληφθεί να είμαστε πιο κοντά σε αυτό σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Έχουμε φτάσει πιο κοντά; Έγιναν κάποια βήματα αυτό το διήμερο που δεν γνωρίζουμε επισήμως; Είστε εσείς αισιόδοξος γι’ αυτό; Γιατί καταλαβαίνω ότι αυτό είναι ένα από τα σημεία κλειδιά για να λυθεί το μεταναστευτικό.

 

Και η απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν:

«Αν με ρωτάτε ευθέως αν είμαστε πιο κοντά, όχι δεν είμαστε πιο κοντά. Δεν είμαστε ούτε πιο μακριά, ούτε πιο κοντά. Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ότι υπάρχει ένας Πρωθυπουργός της Ελλάδος ο οποίος έρχεται σε ένα Συμβούλιο και θέτει αυτό το ζήτημα ως κεντρικό ζήτημα προτεραιότητας για τη χώρα του. Δεν ξέρω αν συνέβαινε αυτό στο παρελθόν ή αν υπήρχε ένας γενικότερος εφησυχασμός γύρω από τα ζητήματα αυτά. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι υπάρχουν σημαντικές αντιδράσεις, ειδικά σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που δεν θέλουν να δεχθούν κανέναν. Θα επαναλάβω -όπως το είπα κιόλας πολλές φορές και στο Συμβούλιο- ότι  αυτό δεν μπορεί να είναι μια αποδεκτή πολιτική. Όταν μιλάμε για τις αιρεσιμότητες -για να συνδέσω αυτό το οποίο είπα και με τα χρηματοδοτικά εργαλεία- θα πρέπει να σκεφτούμε κάποια στιγμή εάν μέσα στις αιρεσιμότητες θα πρέπει να εντάξουμε και μια συμμόρφωση με ευρωπαϊκές πολιτικές που απαιτούν και έναν επιμερισμό, ένα burden-sharing για να χρησιμοποιήσω την αγγλική έκφραση και στο ζήτημα αυτό».