Η πανδημία του κοροναϊού συνθλίβει τον ΣΥΡΙΖΑ – Οι αντικρουόμενες λογικές και το αδιέξοδο
Σε δεινή πολιτική θέση έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ, από το ξέσπασμα της πανδημίας του κοροναϊού στην Ελλάδα και μετά, παρατείνοντας ακόμα περισσότερο το κλίμα εσωστρέφειας που υπήρχε από τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες του 2019, οι οποίες του στοίχισαν την εξουσία.
Η πανδημία του κοροναϊού και η ανάγκη να ανταπεξέλθει η χώρα με οργανωμένο σχέδιο, ανέδειξαν τα βαθύτερα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία λόγω της κρισιμότητας των στιγμών μπαίνουν σε μεγεθυντικό φακό. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος, αλλά και στη γενικότερη παρουσία των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα τελευταία μοιάζουν παγιδευμένα σε μία «νεκρή ζώνη» μεταξύ των δύο λογικών που ενδημούν στην Κουμουνδούρου. Από τη μία οι λεγόμενοι «τεχνοκράτες» και πιο κοντά στην κεντρώα τάση και από την άλλη οι πιο «σκληροί». Και οι δύο πτέρυγες έπαιξαν το χαρτί τους και «κάηηκαν».
Οι πρώτοι που επιχείρησαν να παίξουν το χαρτί τους ήταν οι λεγόμενοι «σκληροί». Η σημαία της τακτικής τους ήταν η ρητορική «θα λογαριαστούμε», δίνοντας ραντεβού για τον «λογαριασμό» μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης. Η εν λόγω τακτική αν και εύκολη στο να επικοινωνηθεί από τα στελέχη, λόγω του μονοσήμαντου μηνύματος, ξέφυγε από τα όρια με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάρτηση του κομματικού στελέχους από τη Λέσβο, η οποία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Παράλληλα, η τακτική αυτή ήρθε σε πλήρη σύγκρουση με την τάση που διαμορφωνόταν εκείνη την περίοδο στην ελληνική κοινωνία. Ήταν η τάση της συσπείρωσης και της πειθαρχίας απέναντι στην πανδημία, εναρμονισμένη πλήρως με τις οδηγίες των ειδικών και τις παραινέσεις της πολιτικής ηγεσίας. Την εποχή λοιπόν που η κοινωνία διαμόρφωνε ενωτικές τάσεις τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυσσαν εκδικητική και εν πολλοίς διχαστική ρητορική.
Η επόμενη τακτική κίνηση, ήρθε από τους τεχνοκράτες και πιο ήπιους του ΣΥΡΙΖΑ, με την κατάρτιση της πρότασης που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας, για τα οικονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η δεύτερη αυτή κίνηση αποκρούστηκε γρήγορα από την πραγματικότητα, καθώς τα οικονομικά μέτρα που εφαρμόζονται από την κυβέρνηση έχουν τη μορφή βεντάλιας και δεν είναι εμπροσθοβαρή, αφού στόχος είναι να πιάσουν τις οικονομικές επιπτώσεις την κατάλληλη στιγμή και με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Το δεύτερο εμπόδιο για τη δεύτερη απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε το τεχνικό κομμάτι της υποστήριξης των προτάσεων αφού κανείς μέχρι και σήμερα δεν μπορεί να προβλέψει το βάθος της κρίσης.
Αποτέλεσμα ήταν μέσα σε έναν μήνα, εν μέσω της πανδημίας και πριν το ξέσπασμα της κρίσης που θα έρθει στην οικονομία, ο ΣΥΡΙΖΑ να συνθλίβεται από τον κοροναϊό, παγιδευμένος μεταξύ δύο λογικών που απέτυχαν. Το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από τη στιγμή που ελλείψει άλλου πλάνου αντιπολιτευτικής ρητορικής, το κάθε στέλεχος έχει αφεθεί να ακολουθεί την τακτική που προτιμά, η οποία όμως έχει αποτύχει.
Το εν λόγω αδιέξοδο, όπως είναι λογικό, έχει επιπτώσεις και στις εσωκομματικές ισορροπίες με τους οπαδούς της «σκληρής γραμμής» να εκφράζουν τις έντονες αντιρρήσεις τους για την υποτονική αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθείται. Αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας αυτής ήταν η ερώτησης που κατατέθηκε από τον Αλέξη Τσίπρα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η πανδημία του κοροναϊού και η ανάγκη να ανταπεξέλθει η χώρα με οργανωμένο σχέδιο, ανέδειξαν τα βαθύτερα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία λόγω της κρισιμότητας των στιγμών μπαίνουν σε μεγεθυντικό φακό. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος, αλλά και στη γενικότερη παρουσία των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα τελευταία μοιάζουν παγιδευμένα σε μία «νεκρή ζώνη» μεταξύ των δύο λογικών που ενδημούν στην Κουμουνδούρου. Από τη μία οι λεγόμενοι «τεχνοκράτες» και πιο κοντά στην κεντρώα τάση και από την άλλη οι πιο «σκληροί». Και οι δύο πτέρυγες έπαιξαν το χαρτί τους και «κάηηκαν».
Οι πρώτοι που επιχείρησαν να παίξουν το χαρτί τους ήταν οι λεγόμενοι «σκληροί». Η σημαία της τακτικής τους ήταν η ρητορική «θα λογαριαστούμε», δίνοντας ραντεβού για τον «λογαριασμό» μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης. Η εν λόγω τακτική αν και εύκολη στο να επικοινωνηθεί από τα στελέχη, λόγω του μονοσήμαντου μηνύματος, ξέφυγε από τα όρια με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάρτηση του κομματικού στελέχους από τη Λέσβο, η οποία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Παράλληλα, η τακτική αυτή ήρθε σε πλήρη σύγκρουση με την τάση που διαμορφωνόταν εκείνη την περίοδο στην ελληνική κοινωνία. Ήταν η τάση της συσπείρωσης και της πειθαρχίας απέναντι στην πανδημία, εναρμονισμένη πλήρως με τις οδηγίες των ειδικών και τις παραινέσεις της πολιτικής ηγεσίας. Την εποχή λοιπόν που η κοινωνία διαμόρφωνε ενωτικές τάσεις τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυσσαν εκδικητική και εν πολλοίς διχαστική ρητορική.
Η επόμενη τακτική κίνηση, ήρθε από τους τεχνοκράτες και πιο ήπιους του ΣΥΡΙΖΑ, με την κατάρτιση της πρότασης που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας, για τα οικονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η δεύτερη αυτή κίνηση αποκρούστηκε γρήγορα από την πραγματικότητα, καθώς τα οικονομικά μέτρα που εφαρμόζονται από την κυβέρνηση έχουν τη μορφή βεντάλιας και δεν είναι εμπροσθοβαρή, αφού στόχος είναι να πιάσουν τις οικονομικές επιπτώσεις την κατάλληλη στιγμή και με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Το δεύτερο εμπόδιο για τη δεύτερη απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε το τεχνικό κομμάτι της υποστήριξης των προτάσεων αφού κανείς μέχρι και σήμερα δεν μπορεί να προβλέψει το βάθος της κρίσης.
Αποτέλεσμα ήταν μέσα σε έναν μήνα, εν μέσω της πανδημίας και πριν το ξέσπασμα της κρίσης που θα έρθει στην οικονομία, ο ΣΥΡΙΖΑ να συνθλίβεται από τον κοροναϊό, παγιδευμένος μεταξύ δύο λογικών που απέτυχαν. Το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από τη στιγμή που ελλείψει άλλου πλάνου αντιπολιτευτικής ρητορικής, το κάθε στέλεχος έχει αφεθεί να ακολουθεί την τακτική που προτιμά, η οποία όμως έχει αποτύχει.
Το εν λόγω αδιέξοδο, όπως είναι λογικό, έχει επιπτώσεις και στις εσωκομματικές ισορροπίες με τους οπαδούς της «σκληρής γραμμής» να εκφράζουν τις έντονες αντιρρήσεις τους για την υποτονική αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθείται. Αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας αυτής ήταν η ερώτησης που κατατέθηκε από τον Αλέξη Τσίπρα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.