Σκρέκας και Μπαγινέτας στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας - Στο επίκεντρο οι επιπτώσεις του κοροναϊού
Ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Σκρέκας και ο Γενικός Γραμματέας Αγροτικής Πολιτικής & Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων, Κωνσταντίνος Μπαγινέτας, συμμετείχαν στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη στην πόλη Koblenz της Γερμανίας.
Στο επίκεντρο της αντζέντας του άτυπου Συμβουλίου τέθηκαν οι επιπτώσεις της πανδημίας του κοροναϊού στην αγροτική παραγωγή και την αλυσίδα εφοδιασμού, η βελτίωση ή και η επέκταση σε νέα προϊόντα των κανόνων σήμανσης που σχετίζονται με τη γεωγραφική προέλευση των τροφίμων, η ενδεχόμενη εισαγωγή ενός πανευρωπαϊκού σήματος καλής μεταχείρισης των ζώων και η πιθανή θέσπιση αυστηρότερων κανόνων σχετικά με τις μεταφορές ζώων σε χώρες εκτός ΕΕ.
Ο κ. Σκρέκας ανέφερε στην τοποθέτησή του ότι «ζητούμενο είναι ο αγροδιατροφικός τομέας να παραμείνει ανθεκτικός και λειτουργικός, ώστε να συνεχισθεί με σταθερό τρόπο η παραγωγή ποιοτικών τροφίμων, ιδίως σε περιόδους κρίσεων». Σε αυτή την κατεύθυνση, πρόσθεσε, «χρειάζεται να σχεδιασθεί και να εφαρμοσθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια κοινή προσέγγιση για τη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουν σε περιόδους κρίσεων οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βασικά ζητήματα, όπως είναι η κυκλοφορία των εργαζομένων και των εισροών στο εσωτερικό της ΕΕ».
Το σημαντικό, τόνισε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, είναι «να στηριχθεί η ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή και κυρίως η αειφόρος γεωργία». «Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται η προώθηση των πρακτικών ευφυούς γεωργίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, υπογράμμισε ότι πρέπει «να στηριχθούν οι νέοι αγρότες ώστε να ανανεωθεί ο αγροτικός πληθυσμός της Ευρώπης και να διασφαλισθεί η συνέχεια και το μέλλον του αγροτικού τομέα».
Κρίσιμης σημασίας, σημείωσε ο κ. Σκρέκας, θεωρείται επίσης «η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας και της χρήσης τοπικά προσαρμοσμένων ποικιλιών, καθώς έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν καθοριστικά στην αντιμετώπιση των κρίσεων που οφείλονται σε οικονομικά ή περιβαλλοντικά αίτια». Απ’ αυτή την άποψη, συμπλήρωσε ο υφυπουργός, «θα πρέπει να ενισχύονται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις οι ανοικτές τοπικές αγορές και η περιφερειακή αγροτική παραγωγή».
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αναγραφής της γεωγραφικής προέλευσης στα τρόφιμα, ο κ. Σκρέκας διεμήνυσε ότι «η διαφάνεια στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων είναι ένα διαρκές αίτημα των καταναλωτών και υπενθύμισε ότι η Ελλάδα έχει ήδη υιοθετήσει τέτοια εθνικά υποχρεωτικά μέτρα για τα γαλακτοκομικά προϊόντα, με πολύ καλά αποτελέσματα». Επιπλέον, όπως επισήμανε, τα εθνικά μέτρα που θεσπίστηκαν στην ΕΕ δεν εμπόδισαν τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς, ούτε εμποδίστηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, παρά τις αντιδράσεις που εξέφρασαν ορισμένες χώρες.
«Η Ελλάδα θεωρεί κατάλληλη την εναρμόνιση της νομοθεσίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, για μια κοινή υποχρεωτική επισήμανση καταγωγής του πρωτογενούς συστατικού, κυρίως για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα παρασκευάσματα κρέατος και τα προϊόντα ενός συστατικού, όπως οι βρώσιμες ελιές», είπε ο κ. Σκρέκας. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριξε ο υφυπουργός, «προστατεύονται τα παραδοσιακά τρόφιμα της ΕΕ, ενισχύεται η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, υποστηρίζεται το εισόδημα του παραγωγού και οι τοπικές κοινότητες, ενώ οι ελεγκτικές αρχές διευκολύνονται στο έργο τους για την καταπολέμηση της απάτης».
Τέλος, όσον αφορά τη σήμανση καλής μεταχείρισης των ζώων και εν αναμονή ολοκλήρωσης της σχετικής μελέτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο υφυπουργός επανέλαβε ότι «η Ελλάδα υποστηρίζει σθεναρά την καλή μεταχείριση των ζώων εκτροφής και την ανάγκη να τους παρέχονται αξιοπρεπείς συνθήκες μεταφοράς».
Ο κ. Σκρέκας κατέληξε λέγοντας πως «μια πιθανή τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας θα πρέπει να λάβει υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις για το θέμα και να εξετάσει όλες τις πτυχές των μεταφορών, όπως είναι οι κλιματικές συνθήκες στην ευρωπαϊκή επικράτεια και πέραν αυτής».
Στο επίκεντρο της αντζέντας του άτυπου Συμβουλίου τέθηκαν οι επιπτώσεις της πανδημίας του κοροναϊού στην αγροτική παραγωγή και την αλυσίδα εφοδιασμού, η βελτίωση ή και η επέκταση σε νέα προϊόντα των κανόνων σήμανσης που σχετίζονται με τη γεωγραφική προέλευση των τροφίμων, η ενδεχόμενη εισαγωγή ενός πανευρωπαϊκού σήματος καλής μεταχείρισης των ζώων και η πιθανή θέσπιση αυστηρότερων κανόνων σχετικά με τις μεταφορές ζώων σε χώρες εκτός ΕΕ.
Ο κ. Σκρέκας ανέφερε στην τοποθέτησή του ότι «ζητούμενο είναι ο αγροδιατροφικός τομέας να παραμείνει ανθεκτικός και λειτουργικός, ώστε να συνεχισθεί με σταθερό τρόπο η παραγωγή ποιοτικών τροφίμων, ιδίως σε περιόδους κρίσεων». Σε αυτή την κατεύθυνση, πρόσθεσε, «χρειάζεται να σχεδιασθεί και να εφαρμοσθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια κοινή προσέγγιση για τη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουν σε περιόδους κρίσεων οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βασικά ζητήματα, όπως είναι η κυκλοφορία των εργαζομένων και των εισροών στο εσωτερικό της ΕΕ».
Το σημαντικό, τόνισε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, είναι «να στηριχθεί η ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή και κυρίως η αειφόρος γεωργία». «Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται η προώθηση των πρακτικών ευφυούς γεωργίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, υπογράμμισε ότι πρέπει «να στηριχθούν οι νέοι αγρότες ώστε να ανανεωθεί ο αγροτικός πληθυσμός της Ευρώπης και να διασφαλισθεί η συνέχεια και το μέλλον του αγροτικού τομέα».
Κρίσιμης σημασίας, σημείωσε ο κ. Σκρέκας, θεωρείται επίσης «η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας και της χρήσης τοπικά προσαρμοσμένων ποικιλιών, καθώς έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν καθοριστικά στην αντιμετώπιση των κρίσεων που οφείλονται σε οικονομικά ή περιβαλλοντικά αίτια». Απ’ αυτή την άποψη, συμπλήρωσε ο υφυπουργός, «θα πρέπει να ενισχύονται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις οι ανοικτές τοπικές αγορές και η περιφερειακή αγροτική παραγωγή».
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αναγραφής της γεωγραφικής προέλευσης στα τρόφιμα, ο κ. Σκρέκας διεμήνυσε ότι «η διαφάνεια στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων είναι ένα διαρκές αίτημα των καταναλωτών και υπενθύμισε ότι η Ελλάδα έχει ήδη υιοθετήσει τέτοια εθνικά υποχρεωτικά μέτρα για τα γαλακτοκομικά προϊόντα, με πολύ καλά αποτελέσματα». Επιπλέον, όπως επισήμανε, τα εθνικά μέτρα που θεσπίστηκαν στην ΕΕ δεν εμπόδισαν τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς, ούτε εμποδίστηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, παρά τις αντιδράσεις που εξέφρασαν ορισμένες χώρες.
«Η Ελλάδα θεωρεί κατάλληλη την εναρμόνιση της νομοθεσίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, για μια κοινή υποχρεωτική επισήμανση καταγωγής του πρωτογενούς συστατικού, κυρίως για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα παρασκευάσματα κρέατος και τα προϊόντα ενός συστατικού, όπως οι βρώσιμες ελιές», είπε ο κ. Σκρέκας. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριξε ο υφυπουργός, «προστατεύονται τα παραδοσιακά τρόφιμα της ΕΕ, ενισχύεται η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, υποστηρίζεται το εισόδημα του παραγωγού και οι τοπικές κοινότητες, ενώ οι ελεγκτικές αρχές διευκολύνονται στο έργο τους για την καταπολέμηση της απάτης».
Τέλος, όσον αφορά τη σήμανση καλής μεταχείρισης των ζώων και εν αναμονή ολοκλήρωσης της σχετικής μελέτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο υφυπουργός επανέλαβε ότι «η Ελλάδα υποστηρίζει σθεναρά την καλή μεταχείριση των ζώων εκτροφής και την ανάγκη να τους παρέχονται αξιοπρεπείς συνθήκες μεταφοράς».
Ο κ. Σκρέκας κατέληξε λέγοντας πως «μια πιθανή τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας θα πρέπει να λάβει υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις για το θέμα και να εξετάσει όλες τις πτυχές των μεταφορών, όπως είναι οι κλιματικές συνθήκες στην ευρωπαϊκή επικράτεια και πέραν αυτής».